https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Διαλεκτική: Η ιστορική επισκόπηση μιας έννοιας

Διαλεκτική: Η ιστορική επισκόπηση μιας έννοιας

Γράφει ο Θωμάς Τόλης*
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Η διαλεκτική είναι μία από τις μακροβιότερες μεθόδους στην ιστορία της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Χρονολογείται ήδη από τις απαρχές της φιλοσοφικής σκέψης και εκτείνεται, μέσα από μια πανσπερμία νοηματοδοτήσεων και επεξεργασιών, μέχρι σήμερα. Στόχος αυτής της εργασίας για τη διαλεκτική είναι η, τοποθετημένη σε γραμμική ιστορική κλίμακα, επισκόπηση των κυρίαρχων σταθμών της πορείας της, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση σε εκείνες τις νοηματοδοτήσεις που μετέβαλαν ριζικά το περιεχόμενο της έννοιας, ή που το ανακατασκεύασαν με τέτοιο τρόπο ώστε να του δώσουν μία τελείως διαφορετική – θεωρητική και πολιτική – κατεύθυνση. Αυτές οι νοηματοδοτήσεις συγκεντρώνονται σε τρεις στοχαστές· αρχικά, στην επανατοποθέτηση της διαλεκτικής σε ένα νεοτερικό πλαίσιο από τον Kant1, στη συνέχεια, στην υπέρβασή της από το σύστημα του Hegel και εν τέλει, από την ανακατασκευή της εγελιανής διαλεκτικής από την πολιτική φιλοσοφία του Marx. Θα παρουσιαστούν οι διαφοροποιήσεις από τον ένα στοχαστή στον άλλον συνθέτοντας το ιστορικό και εννοιολογικό πλέγμα της διαλεκτικής σκέψης στην ενότητά της και αποτιμώντας συνοπτικά τη συμβολή του καθένα από τους τρεις στοχαστές2. Όμως, για να υποστηριχθεί μια τέτοια φιλοδοξία, θα πρέπει να αναφερθούν και άλλες στιγμές της διαλεκτικής στην ιστορία της φιλοσοφίας· συγκεκριμένα, λόγω της απαιτούμενης μικρής έκτασης, θα αρκεστούμε σε επιγραμματικές αναφορές στις καταβολές της έννοιας, ήτοι στην αρχαία φιλοσοφία, όπως αυτή συγκροτήθηκε κατ’αρχάς από τον προσωκρατικό Ζήνωνα τον Ελεάτη3 και ύστερα από τον Πλάτωνα. Κατάληξη αυτής της σύντομης ιστορικής επισκόπησης θα αποτελέσει η ιχνηλάτηση των βασικών θέσεων της Κριτικής Θεωρίας σχετικά με την κριτική αποτίμηση και την πολιτική σημασία της έννοιας.
ΚΥΡΙΟ ΜΕΡΟΣ
1. Η αρχαία διαλεκτική
α. Ο Ζήνων ο Ελεάτης και η «διαλεκτική των υποθέσεων»

Στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η διαλεκτική λογίζεται, σε γενικές γραμμές, ως η τέχνη του διαλόγου, η μεθοδική εκτύλιξη του αντιλόγου μέσα στο πλαίσιο των αρχαιοελληνικών θεσμών, της αγοράς και της πόλεως4. Αυτό το περιεχόμενο ενυπάρχει και στην πρώτη φιλοσοφική χρήση της έννοιας, από τον Ζήνωνα τον Ελεάτη (490-430 π.Χ.), αλλά δεν είναι το μοναδικό· η συνδιαλλαγή ερωταπαντήσεων συνυπάρχει στη διαλεκτική του Ζήνωνα με την οντολογική προτεραιότητα του Ενός(της οντολογικής μονάδας) έναντι των μερών, που υιοθέτησε από τον δάσκαλό του, Παρμενίδη. Προσπαθώντας να ενισχύσει, λοιπόν, τη θέση του δασκάλου του, σχετικά με το ότι υπάρχει μόνο μία και ακίνητη συμπαντική ουσία5, ο Ζήνωνας εισάγει τη «διαλεκτική των υποθέσεων»6 ανάμεσα στο αισθητό και το άπειρο περιεχόμενο των πραγμάτων – οι αντιφάσεις που προέκυπταν από την υπόθεση υπάρξεως πολλών και αισθητών πραγμάτων τόνωσαν εν τέλει την παρμενίδεια θέση περί οντολογίας του απείρου Ενός.
β.Το ασταθές περιεχόμενο της διαλεκτικής στο πλατωνικό έργο
Ο Πλάτων (428/427-348/347 π.Χ.) είχε ορίσει, στην «Πολιτεία», τη διαλεκτική ως «την ικανότητα του σκέπτεσθαι να συλλάβει την ύψιστη βαθμίδα του νοητού κόσμου»7, παραπέμπωντας στον κόσμο των Ιδεών και του Αγαθού, που είναι ο απόλυτος βαθμός του νοείν για το πλατωνικό πνεύμα. Οπότε, εδώ διαφαίνεται η χρήση της έννοιας ως συστηματικής μεθόδου έρευνας και προσέγγισης της αλήθειας8, αλλά και η θεμελίωση μιας διαλεκτικής – οντολογικής Λογικής9. Παρ’ όλα αυτά, αυτή πρόκειται μόνο για μία πλατωνική νοηματοδότηση της διαλεκτικής,μια και σε κάθε έργο μιας σειράς διαλόγων του συναντάται και μία διαφορετική10. Από αυτές, ίσως, η σημαντικότερη για το καθοριστικό για τη διαλεκτική σκέψη, εγελιανό σύστημα, είναι η πρωτοτυπία που διαθέτει στον «Σοφιστή» ως αρχή της διαίρεσης των οντολογικών πεδίων – συγκεκριμένα σε ον, στάση και κίνηση11.
2. Η διαλεκτική στη νεοτερική σκέψη
Όπως προαναφέρθηκε, η νεοτερική διαλεκτική εγκαινιάζεται με την «Κριτική του καθαρού Λόγου». Και όχι μόνο η διαλεκτική, αλλά οι περισσότερες αναζητήσεις της φιλοσοφικής παράδοσης της αρχαιότητας και του Μεσαίωνα μετασχηματίστηκαν από τον Kantσε νέα φιλοσοφία, εμποτισμένη από το ορθολογικό πνεύμα και τις προοδευτικές αξίες του Διαφωτισμού. Παρ’ όλα αυτά, η μοίρα της διαλεκτικής έμελλε να κληροδοτηθεί στη νεότερη σκέψη από τη ριζική της αναδιάρθρωση από τον Hegel – σε τέτοιο βαθμό, που πλέον να ταυτίζεται η έννοια με την εγελιανή επεξεργασία. Ο Hegel, όπως και ολόκληρη η παράδοση του γερμανικού ιδεαλισμού, προσπάθησε να γεφυρώσει τις λογικές αντινομίες του καντιανού συστήματος με τη βοήθεια της επαναφοράς τη μεταφυσικής στην επιστημολογία του.
Η αρχή της επαναφοράς έγινε με τον Fichte, τον πατέρα του ιδεαλισμού, του οποίου η φιλοσοφία ήταν μια διαρκής προσπάθεια για ταύτιση του Εγώ (του υποκειμένου, του δι’ εαυτόν είναι – στον Fichte, διαθέτει καθολική συνείδηση) με το μη-Εγώ (το αντικείμενο, το καθ’ εαυτό είναι) σε μία ενότητα. Σε άλλη φρασεολογία, η ταύτιση του νοείν με το είναι, που οι υπερβατολογικές κατηγορίες του Kant είχαν αποσχίσει, ενώ ο στόχος αυτής της διαδικασίας ήταν η διανοητική εποπτεία, εξίσου καντιανός όρος, που, όμως είχε θεωρηθεί ακατάλληλος επιστημολογικά12. Αυτός ο όρος, όμως, για τους ιδεαλιστές θα πραγματωνόταν – μέσω της διαλεκτικής μεθόδου. Εδώ, λοιπόν, διαμορφώνεται μια πρώτη ιδεαλιστική ή ρομαντική διαλεκτική ανάμεσα στο υποκείμενο και ένα άφταστο, για την πεπερασμένη λογική του καντιανού συστήματος και του ορθολογικού πνεύματος του Διαφωτισμού, επίπεδο γνώσης. Αυτή η απόσταση υποκειμένου (θέση) και αντικειμένου (άρνησή της) είναι ταυτόχρονα μια διαλεκτική σχέση ελευθερίας και αναγκαιότητας – στη γεφύρωση αυτού του χάσματος έγκειται ακριβώς και η ρομαντική διάθεση των γερμανών στοχαστών του 19ου αιώνα.
Επεξεργασμένη, αλλά διατηρώντας τον βασικό πυρήνα της, αυτή η ιδεαλιστική διαλεκτική πυροδότησε και τη μαρξιστική παράδοση βοηθώντας την να αναστηλώσει τον χειραφετητικό της χαρακτήρα. Η εγελιανή κληρονομιά της, η Κριτική Θεωρία της Σχολής της Φραγκφούρτης, ακολουθεί και αυτή τον μίτο της διαλεκτικής που γεννήθηκε από τον γερμανικό ιδεαλισμό (σε αντιδιαστολή με άλλα, αντιδιαλεκτικά μαρξιστικά ρεύματα, όπως ο δομομαρξισμός).
α. Η υπερβατολογική διαλεκτική του Kant

Ο Immanuel Kant (1724-1804), σε αντιδιαστολή με την πλατωνική και νεοπλατωνική παράδοση, ακολουθεί τον Αριστοτέλη ορίζοντας και θέτωντας τη διαλεκτική σε ένα πλαίσιο τυπικής λογικής, αποφεύγοντας κάθε οντολογική αξίωση13. Αναλυτικότερα,oΓερμανός φιλόσοφος συνέθεσε φορμαλιστικά μια σειρά από κατηγορίες· έθεσε ως πηγές της γνώσης τη Νόηση και την Αισθητικότητα θεμελιώνοντας ην Υπερβατική Λογική και την Υπερβατική Αισθητική αντίστοιχα. Η πρώτη διακρίνεται σε Αναλυτική και Διαλεκτική. Μεταξύ τους προκύπτουν μια σειρά από αντιφάσεις (Begriff des Widerspruchs).
Η καντινανή διαλεκτική έχει διττό περιεχόμενο· αφενός, αριστοτελικά, συνεχίζεται να θεωρείται μορφή «γυμνασίας», σε καντινανή ορολογία «Λογική της φαινομενικότητας», ήτοι μια πρώτη μορφή ικανοποιητικής, αλλά όχι ακριβής γνώσης14 και, αφετέρου, νοείται ως «υπερβατολογική διαλεκτική», ένα επιστημολογικό σχήμα που εισήγαγε ο Kantγια να υπογραμμίσει τις αντινομίες που προκύπτουν από τις μεταφυσικές διαυγάσεις τόσο των φιλοσόφων του εμπειρισμού, όσο και του ορθολογισμού, στην προσπάθειά τους να απαντήσουν σε θεμελιώδη, κοσμολογικής φύσης, ερωτήματα, όπως η αρχή του κόσμου15. Προσπαθώντας να αποκαλύψει τις πλάνες της υπερβατολογικής διαλεκτικής, ο Kantδιακρίνει το Είναι από το Δέον, δηλαδή την υπάρχουσα πραγματικότητα από τις δεοντολογικές εκδοχές της, που γεννά το φαντασιακό.
β. Η διαλεκτική του Hegel
Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (1770-1831), έχοντας πίστη στη θεωρητική και πολιτιστική αξία της μεταφυσικής16, προσπάθησε να την επαναφέρειστα φιλοσοφικά πράγματα17. Η διαλεκτική, στη νέα μορφή που της έδωσε, συνιστούσε πλέον ένα αξιολογικό τριαδικό σχήμα: μία αφηρημένη θετικότητα (α) δίνει τη θέση της στην αλλότρια, προσδιορισμένη αρνητικότητα (β) που ενυπάρχει ήδη ως δυνατότητα στο εσωτερικό της άμα τη γεννέσει της, ενώ εν τέλει αυτή η άρνηση διαλύεται (Aufhebung – άρση, υπέρβαση) σε ένα ανώτερο επίπεδο (γ) που, ενώ περιέχει και τις δύο προηγούμενες μορφές μέσα του, αποτελεί μία πιο πλούσια και δραστήρια εκδοχή της πρώτης βαθμίδας. Ας μας επιτραπεί εδώ μία αξιολογική κρίση: το εγελιανόcorpusσυνιστά μία από τις πιο πυκνά ευφάνταστες και ζωντανές περιπτώσεις στην ιστορία της φιλοσοφίας. Δεν είναι τυχαίο που η επιρροή της έφτασε σε τόσους πολλούς και διαφορετικούς μεταξύ τους στοχαστές· από τη μαρξιστική παράδοση και τον μεταμοντερνισμό μέχρι τον υπαρξισμό και τη φαινομενολογία18.
Η εγελιανή διαλεκτική διαδικασία, ως μεταφυσική του απείρου19, είναι θεωρησιακή και έλλογη, ήτοιαυτοκατανοούμενη, αυταπόδεικτη και διαρθρωμένη με αυστηρά λογικούς όρους (ακόμα και μέσα στο μεταφυσικό της πλαίσιο) – με αυτές τις ιδιότητες, βουτάει στην καντιανή εκκρεμότητα του πράγματος καθ’ εαυτό προσπαθώντας να το διαυγάσει. Ακόλουθα, είναι τελεολογική από τη στιγμή που προβλέπει μία πορεία του Πνεύματος (το περίφημο Geist) προς την Απόλυτη Ιδέα, ήτοι την απόλυτη γνώση, τη συντελεσμένη κατάσταση και την τελική πραγμάτωση όλης της ιστορικής πορείας.Ο Hegel θεμελίωσε τη διαλεκτική Λογική ως οντολογία· υπερβαίνοντας τις καντιανές αντινομίες, δέχεται την αντίφαση ως εγγενή συστατικό του πραγματικού το οποίο ταξιδεύει μέσα από τα διαλεκτικά στάδια στην Ιστορία και αποκτά την αυτοσυνειδησία. Όπως είχε πει και ο ίδιος στην «Επιστήμη της Λογικής», η διαλεκτική «είναι μόνον η κίνηση της ίδιας της έννοιας», «η ίδια η μέθοδος κάθε πράγματος»20.
γ. Ο «διαλεκτικός υλισμός» του Marx
Μετά τον θάνατο του επίσημου φιλοσόφου της Πρωσίας, συστάθηκε μια ολόκληρη εγελιανή παράδοση που καταπιάστηκε με οποιοδήποτε άξονα του, έτσι κι αλλιώς τεράστιου, εγελιανού συστήματος. Η βασική διάκριση των εγελιανών, μετά από κάποιες προσμίξεις και επανακατατάξεις,καθιερώθηκε ως η πολιτική, αλλά και θεολογική διαίρεσή τους σε δεξιούς και αριστερούς21.
Ο Karl Marx (1818-1830), ως νέος, συγκαταλέγεται στους δεύτερους, διαθέτοντας ένα έργο με έντονο εγελιανό διαλεκτικό στίγμα, λ.χ. τα «Οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844» είναι ένα αντιπροσωπευτικό μαρξικό έργο αυτής της περιόδου. Σε αυτά τα κείμενα, ο Γερμανός πολιτικός φιλόσοφος, αντλώντας από τη φιλοσοφική ανθρωπολογία του σημαντικού εγελιανού και φιλοσόφου της θρησκείας Ludwig Feuerbach (1804-1872), αναπτύσσει μια διαλεκτική που λειτουργεί περισσότερο σαν μέθοδος παρά σαν λογικό επιχείρημα όπως στον Hegel. Η ριζική ανακατασκευή, όμως, που επιφύλασσε ο νεαρός φιλόσοφος στο δάσκαλό του δεν ήταν αυτή, αλλά η αντικατάσταση των ιδεαλιστικών αφαιρέσεων, που μέχρι τότε ‘γέμιζαν’ τις τρεις διαλεκτικές θέσεις, με απτές υλικές συνιστώσες των κοινωνικών συνθηκών. Με αυτόν τον τρόπο, ο Marx άσκησε ριζοσπαστική κριτική στην οικονομική και κοινωνική διάρθρωση των κοινωνιών της εποχής του· από την επιστήμη (κλασική πολιτική οικονομία) και τη θρησκεία μέχρι τους τρόπους παραγωγής των εμπορευμάτων και τις συνθήκες εργασίας. Στο ύστερο, θετικιστικό του έργο, το οποίο είχε απεμπολήσει κατά πολύ τις εγελιανές του επιρροές, η επιρροή της διαλεκτικής συνέχιζε να υπάρχει, κυρίως μέσω του λεγόμενου «διαλεκτικούυλισμού»22.Η διάκριση του μαρξικού έργου σε ‘πρώιμο’ και ‘ώριμο’ έχει ως κριτήριο, κατά κύριο λόγο, την επιστημολογική του μετακίνηση από τις μεθόδους της φιλοσοφικής ανθρωπολογίας σε αυτές της πολιτικής οικονομίας, αλλά, παρ’ όλα αυτά, η διαλεκτική μέθοδος επιβιώνει και στη δεύτερη, ακόμα κι αν δεν είναι πλέον η προτεραιότητα.
δ. Η Κριτική Θεωρία
Η Κριτική Θεωρία συνιστά μία συνεκτική μεθοδολογική πρόταση από φιλοσόφους της περίφημης Σχολής της Φραγκφούρτης (Adorno, Benjamin, Marcuse, Horkheimer οι κυριότεροι) που αναπτύχθηκε μέσα από τα έργα τους από τον μεσοπόλεμο μέχρι περίπου και τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Η Σχολή άσκησε κριτική στο ύστερο μαρξικό έργο (προτιμώντας φανερά το πρώιμο) και, έχοντας ως αφετηρία τις επιστημολογικές παραδοχές του Gyorgy Lukacs, υπογράμμισε τη σημασία της αρνητικής διαλεκτικής ως κριτική στην ολότητα της αλλοτριωμένης καπιταλιστικής πραγματικότητας, αλλά και ως μέσο πολιτικής χειραφέτησης.23Κατά συνέπεια, άσκησαν οξεία κριτική στα «ουδέτερα» θεωρητικά ρεύματα της εποχής τους, όπως ο λογικός θετικισμός, η βεμπεριανής καταγωγής «αξιολογική ουδετερότητα» του δομολειτουργιστή Talcott Parsons, καθώς και και η επιστημολογία του Karl Popper24, με τα επιχειρήματα ότι, αφενός, μια προσέγγιση του πραγματικού είναι αδύνατο να είναι ουδέτερη εξαιτίας των ‘προλήψεων’ του υποκειμένου και, αφετέρου, ότι το καθήκον των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών είναι να συμβάλλουν στην κοινωνική αλλαγή και όχι να περιγράφουν το υπάρχον – να παρεμβαίνουν πολιτικά αντιπαραθέτωντας διαρκώς την έννοια με την πραγματικότητα, ώστε έτσι η τελευταία να μεταβεί σε ένα έλλογο επίπεδο, που ο καπιταλισμός (όπως και ο ορθολογισμός του Διαφωτισμού, αλλά και ο ψευδής σοσιαλισμός της ΕΣΣΔ), παρ’ ότι υποσχέθηκαν, δεν εφήρμοσαν ποτέ.
Βλέπουμε εδώ, λοιπόν, ότι για τους φιλοσόφους της Κριτικής Θεωρίας το ζήτημα είναι το Είναι να σταθεί στο ύψος και τις απαιτήσεις του Δέοντος, επαναλαμβάνοντας τον καντιανό διαχωρισμό – που ενοποίησε αργότερα ο Hegel. Η αρνητική διαλεκτική εστιάζει σε εκείνες τις αρνητικές δυνάμεις που μπορούν να διαβρώσουν τη μορφή του θετικού επιφέροντας τη διαλεκτική άρση που είναι προσδιορισμένη, όπως και στον Marx, και δεν είναι άλλη πέρα από την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας. Η άρνηση , όμως, δεν βρίσκει την έκφρασή της εδώ, σε αντίθεση με το μαρξικό έργο, στην εργατική τάξη· αυτήέχει ενσωματωθεί πλήρως στον κομφορμισμό της «μονοδιάστατης κοινωνίας» του ύστερου καπιταλισμού. Οπότε αναζητείται σε άλλες συλλογικότητες, όπως είναι το φοιτητικό κίνημα, οι ανεξάρτητοι διανοούμενοι και οι καταπιεσμένες εθνικότητες των χωρών του Τρίτου Κόσμου, που έχουν χτυπηθεί από την αποικιοκρατία.
ε. Συμπεράσματα
Παρακολουθήσαμε την πορεία μίας εξαιρετικά ενδιαφέρουσας έννοιας, ενός μεθοδολογικού εργαλείου, όπως αυτό διακυβευόταν κάθε φορά, επιστημολογικά και νοηματικά. Από τους προσωκρατικούς και τον Πλάτωνα μέχρι τον Hegel και τον Marx,η διαλεκτική μετασχηματίστηκε και εν τέλει παγιώθηκε ως προς το περιεχόμενο, τη μορφή και τα επιστημολογικά της όρια· από τέχνη του διαλόγου και τυπική λογική μέχρι μέθοδος οντολογικής διάταξης του κόσμου και εργαλείο του σκέπτεσθαι που στοχεύει στη χειραφέτηση. Παρά τη μεθοδολογική αχρηστία, στην οποία έχει περιέλθει τα τελευταία χρόνια, δεν είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τις δυναμικές μια τόσο εκρηκτικής έννοιας και τρόπου σκέψης· στοιχεία που την έκαναν να επιβιώσει στα τόσα χρόνια φιλοσοφικής επεξεργασίας και επιστημονικής κριτικής. Είναι πολύ πιθανό οι ίδιες αυτές δυναμικές, οι οποίες γοήτευσαν ένα τόσο ευρύ φάσμα ανθρώπων του στοχασμού, αλλά και της πολιτικής (o Lenin, που δεν αναφέρθηκε παραπάνω, είναι η πλέον αντιπροσωπευτική περίπτωση μια και πληροί και τις δύο κατηγορίς), να χαρίσουν στη διαλεκτική και την προοπτική μιας περαιτέρω ανανέωσής της και συνάμα το πέρασμά της σε νέες γενιές των ανθρωπιστικών σπουδών.’

* Θωμάς Τόλης, φοιτητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
Σημειώσεις:
1Η καντιανή – υπερβατολογική – διαλεκτική εκλαμβάνεται ως η αφετηρία της έννοιας στη νεοτερική φιλοσοφία, βλ. Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 83, «η νεότερη θεωρία της διαλεκτικής κατάγεται από την Κριτική του καθαρού Λόγου», (όπως παραπέμπεται στο «Adorno, Einfuhrungin die Dialektik, σ. 87»).
2H. Marcuse, Περί διαλεκτικής, μτφρ. Κ. Ράντη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013. Η μεθοδολογία της εργασίας είναι εμπνευσμένη από το πρόγραμμα εργασίας αυτών των δοκιμίων του Γερμανού στοχαστή, ο οποίος εδώ επιχειρεί ένα Systemμε την καντιανή έννοια, δηλαδή μια αποτίμηση της ιστορίας της φιλοσοφίας στην ορθολογική της ενότητα παρά ένα άθροισμα πνευματικών γεγονότων. Γι’ αυτό το ζήτημα, βλ. Κ. Ράντης,Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 21.
3Στο ίδιο, σ. 9. Τα παράδοξα του Ζήνωνα χαρακτηρίζονται ως «η πιο πρώιμη χρήση της διαλεκτικής».
4Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 29. Καθώς και: Φ. Τερζάκης, Η διαλεκτική επαναπροσδιορισμένη, Αθήνα: Φιλίστωρ 1996, σ. 41.
5Ε. Ν. Ρούσσος, Προσωκρατικοί, Παρμενίδης, Αθήνα: Στιγμή 2002, σ. 15. «… σταθερά αναλλοίωτη και αμετάβλητη».
6Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 32.
7H. Marcuse, Περί διαλεκτικής, μτφρ. Κ. Ράντη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2013, σ. 12.
8Στο ίδιο, σ. 13.
9Στο ίδιο, σ. 17. Διαλεκτική – οντολογική Λογική, σε αντιδιαστολή με τη μετέπειτα θεμελίωση της τυπικής Λογικής από τον Αριστοτέλη, οπού εκεί η διαλεκτική απομαγεύεται και πλέον δεν θεωρείται τρόπος γνώσης, αλλά απλά ένα εργαλείο που αναδεικνύει τις αντιφάσεις των πραγμάτων.
10Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 34.
11Πλάτων, Σοφιστής (254d), μτφρ. Ν. Μιχαηλίδης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος 2008, σ. 527.
12Μόνο ο Θεός, για τον Kant, θα μπορούσε να έχει «διανοητική εποπτεία», δηλαδή γνώση όλων των πραγμάτων στην ολότητά τους. Βλ. A. Kenny, A. Quinton κ.α.,Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Αθήνα: Νεφέλη 2005, σ. 271, 273.
13Φ. Τερζάκης, Η διαλεκτική επαναπροσδιορισμένη, Αθήνα: Φιλίστωρ 1996, σ. 51.
14Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015, σ. 94.
15Στο ίδιο, σ. 96. Βλ. τις θέσεις και τις αντιθέσεις που άντλησε ο Kantαπό τις μεταφυσικές εργασίες τωνClarke(εμπειρισμός) και Leibniz (ορθολογισμός).
16Βλ. τη διάσημη φράση του, «Ένας λαός χωρίς μεταφυσική, είναι ναός χωρίς ιερό».
17Εξ ου και η συχνή του αναφορά ως φιλοσόφου της «Παλινόρθωσης», εννοώντας την επαναφορά της μεταφυσικής, αλλά και την ιστορική συμπαραδήλωση της επαναφοράς της μοναρχίας μετά την πτώση του Ναπολέωντα (1814)
18Βλ. M. Merlau-Ponty, μτφρ. Χ. Τσακμάκη, Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, Αθήνα: Ύψιλον 1984.
19Σε αντιδιαστολή με την αναλυτική της περατότητας των νεοκαντιανών, βλ. και Κ. Δοξιάδης, Ο Foucaultτης φιλοσοφίας και της αριστεράς, Αθήνα: Νήσος 2015, συγκεκριμένα το κείμενο «Ο Foucaultκαι ο τρικέφαλος βασιλιάς», σ. 51.
20H. Marcuse, Περί διαλεκτικής, μτφρ. Κ. Ράντη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2013, σ. 30.
21L. Stepelevich, Οι πρώτοι εγελιανοί, μτφρ. Κ. Δεσποινιάδης, Αθήνα: Έρασμος 2009. Ο θεολογικός προβληματισμός κινήθηκε γύρω από την πορεία του Ιησού ως ιστορικό και συμβολικό πρόσωπο (η εκκίνηση δόθηκε από τον DavidStraussμε το ριζοσπαστικό έργο «Η ζωή του Ιησού Χριστού»), ενώ μια αναλυτικότερη διάταξη είχε ως εξής: δεξιοί χριστιανοί, συντηρητικοί αγνωστικιστές και αριστεροί άθεοι εγελιανοί.
22Ο όρος δεν ανήκει στον ίδιο τον Marx, αλλά στους μετέπειτα ‘διαδόχους’ του, κυρίως τουςPlekhanov&Engels. Για τις εγελιανές επιρροές του «Κεφαλαίου», κατεξοχήν έργου του ύστερου Marx, βλ. J.Hyppolite, Χέγκελ και Μαρξ, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου, Αθήνα: Έρασμος 1979.
23T. Adorno, Αρνητική διαλεκτική, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006. Μάλλον το πιο αντιπροσωπευτικό δοκίμιο επί του θέματος, από την Κριτική Θεωρία.
24Γ. Κουζέλης, Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Κείμενα: Επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα: Νήσος 1996.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
T. Adorno, Αρνητική διαλεκτική, μτφρ. Λ. Αναγνώστου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2006
Κ. Δοξιάδης, Ο Foucault της φιλοσοφίας και της αριστεράς, Αθήνα: Νήσος 2015J. Hyppolite, Χέγκελ και Μαρξ, μτφρ. Γ. Λυκιαρδόπουλου, Αθήνα: Έρασμος 1979A. Kenny,R. Scruton κ.α,Ιστορία της δυτικής φιλοσοφίας, μτφρ. Δ. Ρισσάκη, Αθήνα: Νεφέλη 2005
Γ. Κουζέλης, Κ. Ψυχοπαίδης (επιμ.), Κείμενα: Επιστημολογία των κοινωνικών επιστημών, Αθήνα: Νήσος 1996H. Marcuse, Περί διαλεκτικής, μτφρ. Κ. Ράντη, Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2013M.Merlau–Ponty, Οι περιπέτειες της διαλεκτικής, μτφρ. Χ. Τσακμάκη, Αθήνα: Ύψιλον 1984
Πλάτων, Σοφιστής (254d), μτφρ. Ν. Μιχαηλίδη, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος 2008
Κ. Ράντης, Εισαγωγή στη διαλεκτική, Αθήνα: Αλεξάνδρεια 2015
Ε. Ν. Ρούσσος, Προσωκρατικοί, Παρμενίδης, Αθήνα: Στιγμή 2002L. Stepelevich, Οι πρώτοι εγελιανοί, μτφρ. Κ. Δεσποινιάδη, Αθήνα: Έρασμος 2009
Φ. Τερζάκης, Η διαλεκτική επαναπροσδιορισμένη, Αθήνα: Φιλίστωρ 1996
πηγή:

Διαλεκτική: Η ιστορική επισκόπηση μιας έννοιας
Δημοσιεύτηκε 1 minute ago από τον χρήστη selana

ΠΗΓΗ

Κοινοποίηση άρθρου: