https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Συστημικη και Κυβερνητικη στην Ιστορικη τους Προοπτικη

Συστημικη και Κυβερνητικη στην Ιστορικη τους Προοπτικη

από Charles François

Η συστημικη και η κυβερνητικη μπορουν να θεωρηθουν ως μια μετα-γλωσσα εννοιων και προτυπων που εξελισσεται ακομη και βρισκεται μακρια απο την τυποποιηση της. Αυτο ειναι το αποτελεσμα μιας αργης διαδικασιας συσσωρευσης μεσω της συμπεριληψης και της αλληλενδετοτητας πολλων εννοιων, οι οποιες προεκυψαν και συνεχιζουν να προερχονται απο πολυ διαφορετικες σχολες. Η διαδικασια αυτη ξεκινησε πριν απο περισσοτερο απο εναν αιωνα, αλλα η δυναμικη της αναπτυχθηκε μετα το 1948 μεσω της πρωτοποριακης δουλειας των Wiener, von Neumann, von Bertalanffy, von Förster και Ashby, μεταξυ πολλων αλλων. Η μελετη αυτη επιχειρει να ανιχνευσει την ιστορια της συσσωρευτικης διαδικασιας και να φανερωσει πως η συστημικη και η κυβερνητικη γλωσσα αποτελουν ενα εξελισσομενο εννοιολογικο δικτυο. Αυτη ειναι ασφαλως μια πρωτη και εντελως ατελης προσπαθεια μονο, προορισμενη να μεταφρασει την «αισθηση» της διαδικασιας. Οι συστημικες εννοιες και τα προτυπα τονιζονται ωστε να ενισχυσουν την αντιληψη της διαδικασιας, καθως και την συστημικη της σπουδαιοτητα.

~

Προδρομοι (πριν το 1948)

Προϊστορια της Συστημικης και Κυβερνητικης Γλωσσας

Καποιοι συστημικοι-κυβερνητικοι οροι εχουν απομακρη καταγωγη. Στο παρον κειμενο ανιχνευονται στο παρελθον, ενω τονιζονται οι συνδεσεις τους με τις πιο προσφατες εξελιξεις.

Η ελληνικη λεξη «συστημα» σημαινε την επανενωση, την συνδεση ή την συναρμολογηση. Ο κυβερνητης (πηδαλιουχος) χρησιμοποιηθηκε απο τον Πλατωνα ηδη, με την αφηρημενη εννοια του «πιλοτου» καποιας πολιτικης οντοτητας.

Η εννοια του συστηματος επεστρεψε στην επιφανεια κατα την διαρκεια του δεκατου εβδομου αιωνα, σημαινοντας, για παραδειγμα, την συλλογη οργανωμενων εννοιων, με βασικα φιλοσοφικη σημασια. Ο «Διαλογος για την Μεθοδο» του Descartes εισηγαγε ενα συντονισμενο συνολο κανονων προς χρηση ωστε να επιτευχθει μια συμπαγης βεβαιοτητα, δηλαδη, μια επιστημικη μεθοδολογια του συστηματικου και με καποια εννοια συστημικου χαρακτηρα. Μετα τον Descartes, ουσιαστικα ολοι οι σημαντικοι φιλοσοφοι κατασκευασαν πραγματι το φιλοσοφικο τους συστημα, ξεκινωντας με καποιες βασικες αλληλενδετες υποθεσεις. Ο Leibnitz, για παραδειγμα, ορισε την «αρχη της προκαθορισμενης αρμονιας» μεταξυ των ουσιων, συμφωνα με την οποια καθε αλλαγη σε μια ουσια ειναι απαραιτητα συσχετιζομενη με καθε αλλη. Αυτη ειναι η συναφεια της περιπλοκοτητας μεσω των αμοιβαιων περιορισμων. Και θα αποτελεσει ηδη ενα ειδος εννοιολογικης ομοιοστασιας, με τους ορους του εικοστου αιωνα του Ashby! Επιπλεον, οι Leibnitzιανοι συσχετισμοι θα μπορουσαν εντελει να διατυπωθουν ως επιστημονικοι οροι. Ετσι προαγγελονται οι επιστημονικες θεωριες, ως εννοιολογικα συστηματα.

Στα τελη του δεκατου ογδοου αιωνα, η φιλοσοφικη εννοια του συστηματος ειχε πλεον εδραιωθει με καθε σταθεροτητα ως ενα κατασκευασμενο συνολο πρακτικων και μεθοδων αξιοποιησιμων στην μελετη του πραγματικου κοσμου.

Πολυ αργοτερα, η αναποφευκτη αναγκαιοτητα των συσχετισμων και της αμοιβαιας αλληλεξαρτησης, συνδυασμενων με την συνθετη αιτιοτητα, οδηγει φυσικα στην εννοια του συστηματος, οπως επανεμφανιστηκε στον αναστοχασμο της οντολογιας απο τον N. Hartmann (1912). Ο Hartmann ανεπτυξε επισης μια θεωρια διαστρωματωσης, δηλαδη, της ιεραρχησης των επιπεδων της πραγματικοτητας μεσω της θεωριας των κατηγοριων. Οι ιδεες του αναφερονται συχνοτερα απο μια φορα απο τον Bertalanffy (1949, 1950) και φαινεται πως εχουν διαπερασει, εμμεσα ή αμεσα, για παραδειγμα, τις δουλειες του Miller για τα εμβια συστηματα (1978), εκεινες του Μesarovic κ.α. (1970) καθως και αλλων συγγραφεων που εστιασαν στις ιεραρχιες, και πιθανοτατα την εννοια του van Gigch για τα μετασυστηματα (1987b).

Ξανα, η εννοια του συσχετισμου ειναι θεμελιωδης. Πραγματι, καθως οι φυσικες οντοτητες φανερωνουν αναμφιβολα πολυαριθμες διασυνδεσεις μεταξυ των μερων τους, η εννοια του «συστηματος» αρχιζει και αυτη να φαινεται σωστη ως περιγραφικη των φυσικων αυτων οντοτητων. Η σημασια αυτη του «συστηματος» φαινεται πως εχει αργα αλλα σταθερα εισαχθει στην Αγγλικη και Γαλλικη γλωσσα κατα την διαρκεια του δεκατου ογδοου αιωνα, και γινεται ολο και συχνοτερη καθ’ ολη την διαρκεια του επομενου, οπως θα δειχθει στην συνεχεια. Οσον αφορα την «κυβερνητικη», ο ορος εμφανιστηκε το 1843 στα Γαλλικα με τον Ampère να ισχυριζεται οτι, «αναπαριστα την τεχνη της διακυβερνησης» στην εκ μερους του κατηγοριοποιηση των επιστημων (Essai sur la Philosophie des Sciences/Δοκιμιο για την Φιλοσοφια των Επιστημων, 1843), (Vallée, 1993). Ο Vallée σημειωνει επισης οτι το ιδιο ακριβως ετος ο Trentowski χρησιμοποιησε την λεξη «κυβερνητικη» σε ενα βιβλιο για την διοικηση επιχειρησεων γραμμενο στα Πολωνικα.

Απο το 1854 ως το 1878, ο Γαλλος φυσιολογος Bernard (δες 1952) σε μια σειρα βιβλιων εδραιωσε την υπαρξη του «εσωτερικου πεδιου» στα εμβια οντα, καθιστωντας ετσι σαφη την διαφορα μεταξυ οσων συμβαινουν «εντος» και οσων αποκαλουνται τωρα «περιβαλλον» (Vendryes, 1942). Στο εργο του Introduction a la Médecine Expérimentale/Εισαγωγη στην Πειραματικη Ιατρικη (1865), ο Bernard δηλωνει: «Στον οργανισμο του εμβιου οντος, ενα αρμονικο συνολο φαινομενων πρεπει να ληφθει υποψη». Το «αρμονικο» προφανως υπονοει την υποθεση των ισορροπημενων διασυνδεσεων, στην περιπτωση αυτη των φυσιοχημικων στοιχειων που σχετιζονται με το «νερο, την θερμοκρασια, τον αερα, την πιεση και την χημικη συνθεση» στο εσωτερικο πεδιο. Προφανως, οι γενικες εννοιες του «εμβιου οντος» και της «ρυθμισης» βρισκονται ακομη σε χειμερια ναρκη.

Πραγματι, ηταν το 1866 στην Γαλλια οταν οι αδελφοι de Cyon ανακαλυψαν το πρωτο παραδειγμα ενος βιολογικου ρυθμιστη: την εξισορροπητικη δραση των επιταχυντικων και ρυθμιστικων νευρων της καρδιας, μια ανακαλυψη που προκαλεσε το ακολουθο σχολιο απο τον Βernard για «τον υπεροχο μηχανισμο, ως τωρα ανευ προηγουμενου στην φυσιολογια, ενος νευρικου αυτο-ρυθμιστη, ικανου να καθορισει την δουλεια της καρδιας και την δυναμη της αντιστασης που πρεπει να υπερβει» (Γαλλικη Ακαδημια των Επιστημων, 1867).

Και ενω καποιοι προηγουμενοι τεχνικοι μηχανισμοι, οπως για παραδειγμα ο ρυθμιστης του Watt, ησαν ηδη γνωστοι, αυτη φαινεται πως ηταν η πρωτη φορα που η εννοια της ρυθμισης διατυπωθηκε σε μια εγγενως συστημικη συναφεια. Προαγγελει επισης την Σοφια του Σωματος του Cannon (1932). Μολις προτινος, στο τελος του δεκατου ενατου αιωνα, η συστημικη και η κυβερνητικη ηταν ηδη δυνητικα ριζωμενες στην βιολογια.

Την ιδια περιοδο, και με εναν εντελως ανεξαρτητο τροπο, αναδυθηκε μια πρωτη υποψια της εννοιας του χαους, αν και οχι με την ονομασια αυτη ακομη. Ο Γαλλος μαθηματικος Poincaré ανακοινωσε το προβλημα των τριων σωματων που αφορα τις αλληλεπιδρασεις τριων ουρανιων σωματων αποδεικνυοντας οτι καμια ακριβης λυση δεν μπορει να υπολογιστει χωρις την εισαγωγη καποιας τυχαιας απλουστευσης (1892-99). Επινοησε μια μαθηματικη μεθοδο, την ετσι αποκαλουμενη τομη-Poincaré, φανερωνοντας τις ιδιοτροπιες καθε συγκεκριμενης τροχιας. Εγκαινιασε ετσι ολοκληρο το πεδιο των σπουδων ασταθειας. Και, σαφως, τα συστηματα μπορουν να ειναι, και συχνα ειναι, ασταθη. Το εργο αυτο επροκειτο να οδηγησει σε μια διευρυμενη ερευνα στους διαφορους τυπους σταθεροτητας και εργοδικων συστηματων. Ο Poincaré εισηγαγε επισης εναν νεο τυπο μαθηματικης σπουδης, χαρακτηρισμενο απο τον ιδιο ως «Analysis Situs», ο οποιος και αποτελεσε την αρχικη μορφη της τοπολογιας, ως της επιστημης των μορφων – και των παραμορφωσεων. Μεταξυ των εννοιολογικων κληρονομων του πρεπει να συνυπολογισουμε τον Thompson (On Growth and Form/Περι Αναπτυξης και Μορφης, 1916). Τον Laville, με τις βασισμενες στις σπειρες δυναμικες του (1950), και πολυ πιο προσφατα τον McNeil (1993), ο οποιος θεωρει καθε συστημα ως μια δεσμη ή δεσμοειδες που προκυπτει απο δια-δραστικα πεδια. Προφανως, ισοτιμες εννοιες και προτυπα ανακαλυπτονται ανεξαρτητα και παλι απο γενιες και γενιες ερευνητων που αγνοουν τις παλιοτερες διατυπωσεις. Αυτη ειναι μια ιδιαιτερα ενδιαφερουσα πτυχη απο επιστημολογικη αποψη: τα δυναμικα συστημικα προτυπα επιτρεπουν σαφως τις ουσιαστικες περιγραφες της φυσης, οποια κι αν ειναι η οντολογικη αξια τους.

Οσον αφορα την δουλεια του Poincaré ωστοσο, προκειται για ενα απο τα πρωτα βηματα προς την εδραιωση ενος νεου τυπου ποιοτικων μαθηματικων καταλληλων για την μελετη των συνθετων συστηματων.

Μια δευτερη σημαντικη εξελιξη στην τοπολογια πραγματοποιηθηκε με την δημοσιευση το 1936 απο τον Konig στην Γερμανια της Theorie der endlichen und unendlichen Graphen, δηλαδη, της θεωριας των γραφηματων, η οποια ηταν για την ακριβεια η πρωτη επεξεργασμενη μαθηματικη θεωρια των τοπολογικων διασυνδεσεων – ακριβως δυο αιωνες μετα το προβλημα του Euler για τις γεφυρες του Königsberg. Θα ηταν, για παραδειγμα, πολυ πιο δυσκολο για τον Forrester (1973) να αναπτυξει την «Δυναμικη Συστηματων» χωρις το σημαντικο αυτο εργαλειο.

Απο μια αλλη οπτικη, οπως αποδειχθηκε αργοτερα απο τον von Förster (The Second Order Cybernetics of Observing Systems/Η Δευτερη Ταξη Κυβερνητικης Παρατηρουμενων Συστηματων, του 1981), η κυβερνητικη ειχε ακομη αναγκη μιας μη-αντιφατικης λογικης συνολων. Αυτη προσφερθηκε απο τον Russell και τον Whitehead οι οποιοι, με το Principia Mathematica του 1925, εβαλαν στην ακρη τις αναριθμητες αντιφασεις και παραδοξοτητες στις λογικες που αναφερονται σε αυτο-αναφορικα Συστηματα, απο τον Επιμενιδη τον ψευτη ως το συνολο Cantor και την καμπυλη Peano.

Στις αρχες του εικοστου αιωνα, η εννοια του συστηματος εμφανιστηκε στην γλωσσολογια. Αυτη ηταν βασικα η δουλεια του Saussure, του Ελβετου γλωσσολογου. Ο Saussure (Cours de Linguistique Générale/Μελετη της Γενικης Γλωσσολογιας, 1906-1911) περιγραφει το συνολο των ηχων που χρησιμοποιουνται σε καποια γλωσσα ως το «φωνολογικο συστημα» της, περιλαμβανοντας εναν «καθορισμενο αριθμο καλως διαφοροποιημενων φωνηματων». Ο τροπος με τον οποιο καθε γλωσσα διασυνδεει τα φωνηματα αυτα ωστε να κατασκευασει λεξεις ειναι στην πραξη αυστηροτατα καθορισμενος μεσω κανονων ακριβειας. Οι κανονες αυτοι δεν οριζονται εξ αρχης τυπικα στην ομιλουμενη γλωσσα. Εντουτοις, επεξηγουνται τελικα απο τους γραμματικους.

Με κυβερνητικους ορους οι κανονες αυτοι αποτελουν φωνητικους περιορισμους. Το ιδιο αληθευει οταν η γλωσσα χρησιμοποιειται ωστε να εκφρασει νοηματα. Ο Saussure μιλαει για «εναρθρη γλωσσα» και προσδιοριζει πως «στα Λατινικα, το εναρθρο σημαινει μελος, μερος, υποδιαιρεση μιας σειρας πραγματων». Και προσθετει οτι, κατα αυτον τον τροπο, «παρατηρουμε την υποδιαιρεση της αλυσιδας των νοηματων σε σημασιοδοτικες ενοτητες». Οι αρθρωσεις αυτες υπονοουν οτι η γλωσσα συγκροτειται απο μονιμα κατασκευασμενες και επανακατασκευασμενες διασυνδεσεις μεταξυ λεξεων, η σημασια των οποιων εξαρταται απο την συναφεια τους, με μια εννοια αναλογη της «σημασιας» ενος ατομου υδρογονου στο H2O, το HCI ή το NH3.

Με αλλα λογια, οι λεξεις αποτελουν στοιχεια που μπορουν να συνδυαστουν σε σημασιολογικα συνολα. Και, ομοια με καθε αλλο στοιχειο, μολις συνδυαστουν χανουν καποια απο τα χαρακτηριστικα τους ή την σημαντικοτητα τους ενω αποκτουν καποια αλλα. Προφανως, αυτη ειναι μια απο τις ριζες του κονστρουκτιβισμου. Παρεχει επισης μια καλη προ-θεωρηση ολων των τυπων συνδυαστικων στοιχειων στα συστηματα.

Ενω οσον αφορα το «εναρθρο» του Saussure, το συνανταμε ξανα 30 χρονια αργοτερα στην μαλλον γενικη εννοια του Vendryes της εναρθρης σχεσης (1942), η οποια επιτρεπει την επιλογη μεταξυ διαφορετικων πιθανων σχεσεων μεταξυ στοιχειων – μεχρι καποια επιλογη να πραγματοποιηθει τελικα, διαλεγοντας μια και μονο μια απο τις πιθανες σχεσεις. Επιπλεον, θυμιζει, παραδοξως πως, την αρχη της απροσδιοριστιας του Heisenberg, την κυματοειδη καταρρευση στην μικροφυσικη, και ακομη την ατυχη γατα του Schrödinger. Αυτο ξανα προσδιδει καθορισμενη σημαντικοτητα σε μια σχεση μεσω της εισαγωγης ενος περιορισμου. Για μια ακομη φορα οδηγουμαστε στον Ashby.

Στο πεδιο της φυσικης, ενας ακομη ξεχασμενος προδρομος ηταν ο Γαλλος φυσικος Bénard, ο οποιος το 1908 πραγματοποιησε μια παραξενη παρατηρηση εξαγωνικων μεταγωγικων κυτταρικων δομων θερμοτητας που σχηματιζονταν σε ενα δοχειο με νερο που εβραζε. Αυτες οι «διαχυτικες δομες» θεωρηθηκαν τοτε απλα ως μια παραξενια. Εντουτοις, ο Prigogine ανακαλυψε την βαθια θερμοδυναμικη τους σημαντικοτητα σε συστηματα κατα πολυ απομακρυσμενα απο την ενεργητικη ισορροπια (equilibrium), με εναν διαρκως αυξανομενο αριθμο παραδειγματων απο την χημεια αυτου που θα μπορουσε να χαρακτηριστει «κοινωνικη φυσικη» (Prigogine, μετα το 1947, πολυαριθμοι αλλοι πιο προσφατα). Ωστοσο πολυ νωριτερα ο Γερμανος γεωγραφος Christaller (1933, 1937), και ο Losch στην Ελβετια (1944), ανακαλυψαν εξαγωνικες δομες στην γεωδαισια. Μεχρι τοτε οι δομες αυτες – οι οποιες μπορουσαν ακομη να παρατηρηθουν σε μια καπως διαφορετικη μορφη γυρω στο 1950 στις κυκλικες μετακινησεις των ημι-νομαδικων φυλων της Κεντρικης Αφρικης – δεν ειχαν γινει ευρεως κατανοητες ως ενα γενικο χαρακτηριστικο της δυναμικης των συστηματων!

Η ιδια γραμμη ερευνας οδηγησε σε μια πρωτοτυπη και βαθυτερη κατανοηση των διασυνδεσεων μεταξυ δομων, ενεργειακης υπερφορτωσης και υποστασιοποιησης. Απο το 1922 ηδη, ο Lotka ερευνουσε με μια στενης συγγενειας εννοια την «ενεργητικη της εξελιξης» και προτεινε (1924) το προτυπο της «παγκοσμιας μηχανης», βασισμενο στην φωτοπλημμυρα του ηλιακου φωτος, μεσω του συνολου του συσχετιζομενου κοσμου εμβιων συστηματων σε τελικες δινες θερμοτητας. Αυτο σαφως δημιουργησε ενα σταθερο υπεδαφος για την παγκοσμια συστημικη οικολογια με θερμοδυναμικους ορους.

Η ψυχολογια ειχε και αυτη αναγκη περισσοτερο παγκοσμιων αποψεων. Μετα την ερευνα του Brentano στην σχεση του υποκειμενου με το αντικειμενο (Psychology from an empirical viewpoint/Ψυχολογια απο εμπερικη σκοπια, 1874, 1911), η ερευνα του Wertheimer στις αρχες της οργανωσης της αντιληψης (1923) οδηγησε στην διαμορφωση της Gestalt ψυχολογιας, δηλαδη, της ψυχολογιας της αντιληψης των μορφων, η οποια αναπτυχθηκε περαιτερω απο τους Kohler (1929) και Koffka (1935).

Κατεστει σαφες οτι η αντιληψη πρεπει να ξεκινησει επιλεγοντας στατικες δομες και δυναμικες διασυνδεσεις μεταξυ στοιχειων, ειναι δηλαδη, συστημικη. Βρισκουμε εδω μια ακομη απο τις ριζες των διαφορων συστημικων-κυβερνητικων ερμηνειων της πραγματικοτητας.

Ξανα, ο παρατηρητης του von Förster, και ενδεχομενως η αυτοποιητικη του Μaturana (1980), καθως και ο κονστρουκτιβισμος του Glasersfeld (1995), η εκδοχη του στρουκτουραλισμου του Piaget (1967), και πιθανως η εννοια του δωρου του Gibson (1986) οφειλουν την υπαρξη τους στους Gestalt ψυχολογους.

Ενας ακομη πρωιμος προδρομος της συστημικης αποψης στις ανθρωπιστικες σπουδες ηταν ο Ρουμανος ιστορικος Xenopol, συμφωνα με τον οποιο η ιστορια ειναι μια επιστημη «η οποια κατεχει τα γενικα στοιχεια ενος συστηματος κατηγοριοποιητικων αληθειων», παραδεχομενος ωστοσο, οτι καθε σειρα φαινομενων ή γεγονοτων ειναι παντα μοναδικη και χαρακτηριστικη. Ο Xenopol παρειχε «ενα ολοκληρο συστημα αρχων σχετικων με την επιστημη της ιστοριας» (1899, 1911). Ενω ο Πορτογαλλος ιστορικος Salazar εισηγαγε (1942) τις εννοιες των «ιστορικων συστηματων» με μια εντυπωσιακη κατανοηση των συστημικων εννοιων – πριν την επισημη εμφανιση τους: «η Ευρωπη αποτελει το πρωτο ιστορικο συστημα το βεληνεκες επιρροης του οποιου καλυπτει ολον τον κοσμο». Και οχι πολυ καιρο αργοτερα ο Γαλλος βιολογος Prat (1964) παρειχε ενδιαφερουσες παρατηρησεις για την δυναμικη των ιστορικων συστηματων μεσω της εννοιας της «αυρας», δηλαδη, των ιχνων που τα συστηματα αυτα αφηνουν πισω τους μετα την καταστροφη (η εννοια αυτη πρεπει να ενσωματωθει καθοριστικα στην συστημικη γλωσσα, λογω της σημαντικης γενικοτητας της).

Εντουτοις, ενω ιστορικοι οπως ο Toynbee και ο Braudel, ακομη και ο Sorokin, στις θεωριες τους αναφορικα με την ακμη και την παρακμη των πολιτισμων, εργαστηκαν λιγο πολυ εμμεσα με τις συστημικες εννοιες, ισχυει ακομη οτι η χρηση των συστημικων και κυβερνητικων εννοιων και προτυπων παραμενει μεχρι και σημερα ενα ανεξερευνητο πεδιο.

Ειναι τεσσερις ακομη οι προδρομοι που πρεπει να αναφερθουν, οι οποιοι παραμενουν δυστυχως αγνωστοι μεταξυ των περισσοτερων συστημιστων.

Ενας ειναι ο Bogdanov, στο δοκιμιο «Tektology» του οποιου (στα Ρωσικα, 1921), αναπτυχθηκαν σαφως κυβερνητικες εννοιες, αν και μεταφραστηκε στα Αγγλικα το 1980 μολις.

Ενας ακομη πρωιμος, και μαλλον απιθανος, συστημιστης ηταν ο ΝοτιοΑφρικανος στρατηγος και πολιτικος Smuts, ο οποιος δημοσιευσε το 1926 το βιβλιο του σχετικα με τον Ολισμο και την Εξελιξη, εισαγοντας τον ορο «ολον» και αναπτυσσοντας την αντιστοιχη εννοια, η οποια ετυχε νεας επεξεργασιας απο τους Koestler και Smythies (1969).

Το 1932, ο Cannon εισηγαγε στην βιολογια την εννοια της ομοιοστασιας, μια σημαντικη διευρυνση της ιδεας του «εσωτερικου πεδιου» του Bernard. Αυτη ηταν στην ουσια η γεννηση της βιολογικης κυβερνητικης, αν και 20 χρονια αργοτερα η εννοια της ομοιοστασιας επροκειτο να γενικευθει σε μεγαλο βαθμο απο τον Ashby, ως χαρακτηριστικη ολων των τυπων συστηματων σε δυναμικη ισορροπια (equilibrium).

Η δουλεια του Cannon συνοδευτηκε απο το 1942 και μετα απο εκεινη του Γαλλου βιολογου Vendryes (στον οποιο ο συγγραφεας του παροντος κειμενου αποκαλυψε τις ιδεες του Cannon το 1972!). Ο Vendryes πραγματοποιησε μια εξαντλητικη ερευνα της ρυθμισης πρωτα στα εμβια οντα και, αργοτερα στην ιστορια, στα κοινωνικα συστηματα και στην ψυχολογια. Διευρυνε επισης την εννοια της αυτονομιας (σχεδον 20 χρονια πριν τους Maturana και Varela – αν και με ενα διαφορετικο αλλα συμβατο νοημα). Ηταν δυστυχως αδυνατη η οργανωση ενος διαλογου μεταξυ τους πριν τον θανατο του Vendryes το 1989. Ο Vendryes υπηρξε αναμφιβολα ενας πρωιμος κυβερνητιστης, ακομη κι αν ο ιδιος το καταλαβε μολις στις αρχες του 1970.

Το 1938, ο Ρουμανος Odobleja δημοσιευσε στο Παρισι την Psychologie Consonantiste/ Συνηχητικη Ψυχολογια, ενα πρωτο βημα που οδηγησε στην γεννηση της ζωτικης Ρουμανικης σχολης της κυβερνητικης.

Η βιολογια, απο την αλλη πλευρα, ειχε ακομη πολλα να συνεισφερει στην συστημικη. Τα γνωστα πειραματα του Driesch με εμβρυα και θαλασσια μαλακια (δες Bertalanffy, 1949) τον οδηγησαν στο συμπερασμα οτι οι «φυσικοι νομοι της φυσης εχουν εκτραπει» στα εμβια συστηματα και στρεψει την εξελικτικη βιολογια σε λαθος κατευθυνση και στην αδυσωπητη διαφωνια μεταξυ των μηχανιστικων και ζωτικιστικων (vitalist) αποψεων για περισσοτερα απο 40 χρονια. Ωστοσο, με τους ορους του Bertalanffy «το παραξενο αποτελεσμα του πειραματος του με τα θαλασσια μαλακια συνοψιζεται στην εννοια της ισοριστικοτητας», δηλαδη, «του ιδιου σκοπου που υλοποιειται απο διαφορετικες αφετηριες και με διαφορετικους τροπους». Μεχρι τον Woodger (1929) και τον Bertalanffy, φαινονταν πρακτικα αδυνατη η αποδραση απο καποια λιγοτερο ή περισσοτερο μεταφυσικη εξηγηση.

Εντουτοις, οι εν λογω συγγραφεις ξαφνιαστηκαν με την διαπιστωση οτι η βασικη διαφορα μεταξυ μη-εμβιων και εμβιων συστηματων εγκειται στην δυναμικη και προσαρμοστικη οργανωση των δευτερων στο συνολο τους – μια εννοια η οποια αναπτυχθηκε απο τον Βελγο φυσιολογο Dalcq (1941).

Ετσι, εν τελει, ο ζωτικισμος παραμερισε για την οργανισμικη βιολογια, και οδηγησε τον Bertalanffy στην διατυπωση των πρωτοτυπων συστημικων αποψεων του (το 1950). Με την εργασια του προοιωνισε σημαντικα τις τοτε εξαιρετικα προσφατες δουλειες των Hartmann (1942), Korzybski (1933, 1950), Wiener (1948) και Prigogine (1947), γεγονος που φανερωνει οτι γνωριζε ηδη πολυ καλα τις στενες διασυνδεσεις μεταξυ της δικης του εννοιας των συστηματων και της γενικης σημασιολογιας, της κυβερνητικης και της θερμοδυναμικης, υπο το φως μιας εκμοντερνισμενης ιδιαιτερα γενικης επιστημολογικης προοπτικης.

Μια ακομη σημαντικη δουλεια ηταν εκεινη του Selye αναφορικα με την πιεση τασης (stress) και το «γενικο προσαρμοστικο συνδρομο» (general adaptation syndrome, GAS) στα εξαντλημενα βιολογικα συστηματα (απο το 1950 και μετα). Ειναι εντυπωσιακη η ανακαλυψη στο γλωσσαρι του βασικου του βιβλιου (1956, 1976) λημματων που αφορουν την ενεργεια προσαρμογης, την εξελικτικη προσαρμογη, την ετεροστασια, την ομοιοστασια, την εμπλοκη, τον μεταβολισμο, το εσωτερικο πεδιο και την αντισταση, οι σημασιες των οποιων εχουν ή θα μπορουσαν να γενικευθουν σε πολλα ειδη συστηματων. Επιπλεον, η πιεση τασης και το GAS σχετιζονται με τις γενικες συνθηκες σταθεροτητας και ασταθειας.

Ενας ακομη βιολογος, ο McCulloch, ασχοληθηκε στο εξαιρετο δοκιμιο του «Περισυλλογες των πολλων πηγων κυβερνητικης/Recollections of the many sources of cybernetics» (1969, δημοσιευμενο το 1974) με τον τροπο με τον οποιο η μελετη των νευροδικτυων, και ειδικοτερα του εγκεφαλου, απο τον Ramon y Cajal και μετα, οδηγησαν τον ιδιο και τον Pitts στην ανακαλυψη «μιας λογικης αλγεβρας των εγγενων της δραστηριοτητας των νευρων ιδεων». Το δοκιμιο αυτο του 1943 αποτελει σε μεγαλο βαθμο ριζα της κυβερνητικης αναλογη εκεινης των εργασιων του Wiener και του von Neumann. Επιπλεον καλυπτει συνοπτικα τις λογικες καθως και τις επιστημολογικες πτυχες της κυβερνητικης. Αυτο αποτελει μερος του εννοιολογικου νηματος που διατρεχει τους αριθμους Fibonacci ως τα Principia των Russell και Whitehead, μεσω των αλληλοσυμπληρουμενων μερων του Leibnitz, την δυαδικη λογικη του Boole και την υποθεση του Peirce πως «δεδομενου ενος στοχαστικου κοσμου, η ταξη θα προκυψει φυσικα». Επιπλεον, η δουλεια των McCulloch και Pitts (1943) εισηγαγε επισης τις βασικες εννοιες της νευροφυσιολογικης κυβερνητικης, οι οποιες εθεσαν τον von Förster στον δρομο του των «συστηματων παρατηρησης» και τον Maturana προς την αυτοποιητικη.

Η ουσιαστικη συνθεση της βιολογιας και των σχεσεων της με την γνωση δημοσιευτηκε το 1967 απο τον Piaget.

Επιστρεφοντας στην λογικη, την σημειολογια και την σημασιολογια, ειναι προφανες οτι η δουλεια του Peirce στα συμβολα, σημασιοδοτει τις βασικες συνθηκες της επικοινωνιας (των νοηματων), (δες Peirce, 1961), στην αρχη του αιωνα αυτου, και εχει υπαρξει ευρεως επιδραστικη για μεταγενεστερους συστημιστες, οπως για παραδειγμα τον Churchman, τον Ackoff, τον Warfield και τους μαθητες τους.

Μετα απο περισσοτερα απο 60 χρονια, καθε εννοιολογικη κατασκευη, μεταξυ των οποιων σαφως η κυβερνητικη και η συστημικη, παραμενει επισκιασμενη απο το θεωρημα της μη-πληροτητας του Gödel (1931), η γενικοτερη συνεπεια του οποιου ειναι πως καθε τυπικο συστημα περιλαμβανει προτασεις που δεν μπορουν να αποδειχθουν εντος του ιδιου τυπικου συστηματος. Το διδαγμα για την συστημικη ειναι οτι αναπαριστα ο,τι μπορει να κατασκευαστει και χρησιμοποιηθει, χωρις ωστοσο να μπορει ποτε να προσφερει καποια απολυτη αξια αληθειας. Αυτο φαινεται συμφωνο με την αναδιατυπωση της λογικης απο τους Russell και Whitehead, ενω θα μπορουσε να θεωρηθει οτι αποτελει ενα ενδιαφερον θεμελιο για την αρχη της διαψευσιμοτητας του Popper.

Μπορει επισης να θεωρηθει ως θεμελιος λιθος της εννοιας του μετα-συστηματος του van Gigch. Παρ’ολα αυτα, οδηγει σε αυτο που ο συγγραφεας του παροντος αποκαλει οντολογικο σκεπτικισμο – ο οποιος, αν και σε καθε περιπτωση δεν ειναι ιδιαιτερα δραματικος για πρακτικους σκοπους, θα πρεπει παντα να λογιζεται ως ενα ψυχολογικο και εννοιολογικο υποβαθρο.

Ενας ακομη σημαντικος προδρομος ηταν ο Πολωνος λογικιστης, ψυχολογος και σημειολογος Korzybski, ο οποιος δημοσιευσε το 1933 (στις Ηνωμενες Πολιτειες) την καθοριστικη δουλεια του Επιστημη και Λογικη, οπου αναπτυξε μια «μη-Αριστοτελικη» λογικη, με λιγες σημαντικες επιπτωσεις για την ψυχολογια και την ψυχιατρικη. Και αν η δουλεια του συχνα αγνοειται απο τους συστημικους ψυχολογους, εξηγει τις ψυχο-σημασιολογικες παθολογιες με καταφανως συστημικο τροπο. Ο Bateson και πιθανοτατα οι περισσοτεροι απο τους αμεσους διανοητικους κληρονομους του γνωριζαν την δουλεια του Korzybski. Ειναι προφανες οτι καμια ικανοποιητικη συζητηση ή συναινεση δεν μπορει να επιτευχθει εαν οι ψυχο-σημασιολογικες παθολογιες δεν γινουν κατανοητες.

Το επομενο μερος της ιστορικης αυτης αναδρομης θα εστιασει στον συγκεκριμενο ρολο των προδρομων ή «ιδρυτων» και σε καποια σημαντικα παρεργα (1947-1960). Το τελευταιο θα καλυψει σε μεγαλο βαθμο τις βασικες εξελιξεις που οφειλονται μετα το 1960 στους σημαντικοτερους προσφατους καινοτομους.

Απο τους Προδρομους στους Πρωτοπορους (1948-1960)

Θα ηταν απολυτα περιττη η επιμονη στην θεμελιακη δουλεια του Wiener (1948) ως δημιουργου της κυβερνητικης (ο ιδιος αναγνωρισε δεοντως την συμβολη των συνεργατων του, μεταξυ των οποιων οι Bigelow και Rosenblueth). Εντουτοις, ας εξετασουμε εν συντομια μονο τις βασικες εννοιες που εισηγαγε.

Ο πρωταρχικος του σκοπος ηταν να επιλυσει τα προβληματα της προβλεψης και του ελεγχου (στα αντι-αεροπορικα πυροβολα) και, γενικοτερα, της πηδαλιουχησης. Ανακαλυψε οτι η βασικη συνθηκη για την σωστη πηδαλιουχηση και τον ελεγχο ηταν η ρυθμιση μεσω της διορθωτικης αναδρασης, ενας ορος που χρησιμοποιουσαν ηδη οι μηχανικοι ελεγχου. Αλλα το βασικο προβλημα του ελεγχου δεν ηταν «επικεντρωμενο γυρω απο την τεχνικη της ηλεκτρικης μηχανικης αλλα γυρω απο την κατα πολυ περισσοτερο θεμελιωδη εννοια του μηνυματος» (1948) –– και κατα συνεπεια της πληροφοριας που επροκειτο να μεταδωθει. Προσεθετε δε οτι «η ποσοτητα πληροφοριων σε καποιο συστημα αποτελει δεικτη του βαθμου οργανωσης του, και ετσι η εντροπια καποιου συστηματος αποτελει δεικτη της αποδιοργανωσης του». Ο Wiener γνωριζε ηδη την δουλεια του Shannon στις επικοινωνιες, την κωδικοποιηση και τις ηχητικες παρεμβολες.

Ετσι το συνολο των πρωταρχικων υποθεσεων της κυβερνητικης αποσκοπουσε στην τακτικη οργανωση τους σε μια συντονισμενη δεσμη εννοιων – κατι που δεν γινεται κατανοητο ακομη και σημερα. Πραγματι, ο Wiener την ιδια επισης περιοδο, ενημερος για την δουλεια των McCulloch και Pitts στους νευροδιαβιβαστες, κατανοησε με σαφηνεια – και αξιωσε – οπως η νεα κυβερνητικη οπτικη ειναι χρησιμη σε πολλες διαφορετικες σπουδες, απο την φυσιολογια ως τις κοινωνικες επιστημες.

Κατανοησε επισης τις απαραιτητες συνδεσεις με τα μαθηματικα, την λογικη και την θερμοδυναμικη. Εν ολιγοις, το εγκυκλοπαιδικο αυτο μυαλο ανοιξε λεωφορους και οριζοντες τοσο διευρυμενους ωστε πιθανοτατα να μην εξερευνηθουν ποτε στην ολοτητα τους.

Το 1949, οι Shannon και Weaver δημοσιευσαν την καθοριστικη τους Μαθηματικη Θεωρια της Επικοινωνιας, συχνα περιγραφομενη ως Θεωρια της Πληροφοριας, ονομασια αν μη τι αλλο εν μερει συγκεχυμενα αταιριαστη, μιας και η δικη τους εννοια για την πληροφορια δεν σχετιζεται με νοηματα, αλλα απλα με τις ποσοτικες και εντροπικες πτυχες της. Εδω, με τα δικα τους λογια: «η πληροφορια δεν πρεπει να συγχεεται με την σημασια», – μια προειδοποιηση που παραμενει ευρεως παραγνωρισμενη, ακομη και μετα την ερευνα του MacKay και την διακριση που εισηγαγε ο ιδιος μεταξυ του «μετρου» και του «λογου» στην πληροφορια (1969).

Οι συγγραφεις αποσαφηνισαν την εννοια της επικοινωνιας με την εισαγωγη των σειριακων εννοιων της πηγης, του κωδικα, του μηνυματος, του πομπου, του σινιαλου, του διαυλου και του δεκτη (υποχρεωτικα αποκωδικοποιητης).

Ο Shannon, ως μηχανικος εργαζομενος για την Bell Telephone, ασχοληθηκε με την επιλυση του τεχνικου προβληματος της ικανοποιητικης μεταδοσης των μηνυματων. Αναλογα, μελετησε το προβλημα του θορυβου, δηλαδη, των παραμορφωσεων στα μηνυματα απο εξωτερικες παρεμβολες στους διαυλους. Αυτο τον οδηγησε στην ποσοτικοποιηση των οριων της αγωγιμοτητας καθε διαυλου και την χρηση της αδρανειας.

Ολες αυτες οι εννοιες ειναι υψιστης σπουδαιοτητας για καθε ταξη συστηματων, μιας και αποτελουνται ολες απο στοιχεια που πρεπει να επικοινωνουν με αποτελεσματικο τροπο. Ο κλαδος αυτος της κυβερνητικης αναδειχθηκε ετσι λογω αναγκαιοτητας σε αναποσπαστο μερος της συστημικης.

Ο Weaver, απο την αλλη, εστιασε στις διασυνδεσεις της θεωριας με την στοχαστικη διαδικασια, τις αλυσιδες Markoff και τις εργωδεις διαδικασιες Markov. Το χαρακτηριστικο αυτο αναθεωρηθηκε για λιγο καιρο και αναπτυχθηκε απο τον Ashby (1956). Ενω οι Shannon και Weaver εδραιωσαν και την σχεση μεταξυ της πιθανοτητας ενος μηνυματος και μιας νεας ερμηνειας της εντροπιας, οπως αυτη σχετιζεται με το πληροφοριακο περιεχομενο. Το αντικειμενο αυτο μελετηθηκε σε βαθος απο τον Brillouin κατα την διαρκεια του τελους της δεκαετιας του 1950 (π.χ. το 1959 και 1962).

Προφανως, ο ελεγχος, η ρυθμιση και οι αναδρασεις του Wiener δεν θα μπορουσαν ποτε να πραγματοποιηθουν χωρις μηνυματα και αποτελεσματικους διαυλους. Η δουλεια των Shannon και Weaver ειναι ετσι αμεσα συμπληρωματικη εκεινης του Wiener.

Και ξανα, η συστημικη δεν θα ηταν εφικτη χωρις τα πολυ βασικα αυτα εννοιολογικα εργαλεια.

Η βασικη συμβολη του Von Bertalanffy διατυπωθηκε με ακριβεια στο δοκιμιο του 1950 για την Βρετανικη Περιοδικη Εκδοση για την Φιλοσοφια της Επιστημης. Ωστοσο, εξισου σημαντικη ηταν η συμβολη του ως καταλυτη στην θεωρια των συστηματων. Αυτο αληθευει με δυο τουλαχιστον εννοιες.

Απο την μια πλευρα, διατυπωσε με σαφηνεια την κεντρικη εννοια των συστηματων. Θα μπορουσε δε να ειπωθει και για αυτον οτι λεγεται για τον Χριστοφορο Κολομβο και την Αμερικη: μετα απο εκεινον δεν υφισταται πλεον καμια αναγκη ανακαλυψης συστηματων. Απο την αλλη, επεμενε με σθενος για την υπαρξη «ισομορφικων νομων στην επιστημη», παρεχοντας πειστικα παραδειγματα. Απο το δεδομενο αυτο συμπερανε την πιθανοτητα μιας νεας διατμηματικης προσεγγισης και προτεινε μια «γενικη θεωρια συστηματων», γενικευοντας καποιες ευρεως σημαντικες αρχες.

Παρουσιασε την ετσι αποκαλουμενη θεωρια ως «ενα σημαντικο ρυθμιστικο εργαλειο στην επιστημη», ενα που θα οδηγουσε στην «ενοποιηση των επιστημων». Ωστοσο, συζητησε μονο καποια συγκεκριμενα αντικειμενα ως ανταγωνιστικα μεταξυ μερων, τελικοτητας και ισο-τελικοτητας, ανοικτων και κλειστων συστηματων, αναμορφωσης και καταμορφωσης.

Αργοτερα, προσθεσε μερικες σημαντικες συμβολες και ο ρολος του φαινεται οτι υπηρξε περισσοτερο εκεινος του συντονιστη και συμβουλου.

Ο Boulding, ενας οικονομολογος που παρεμεινε σε ολη του την ζωη σκεπτικιστης σχετικα με τους τροπους θεωρητικοποιησης και πρακτικης εφαρμογης των οικονομικων, προτεινε καποιες ενδιαφερουσες αρχες σχετικα με το φαινομενο της αναπτυξης γενικα (1956). Ενδιαφερθηκε για θεματα που αγνοουνται γενικα απο τους οικονομολογους, οπως, για παραδειγμα, την πυρηνοποιηση (επαληθευμενη με διαφορετικο τροπο απο τον Prigogine), την μορφη στην σχεση της με το μεγεθος, τον αυτο-περιορισμο στην αναπτυξη (ενα αντικειμενο επισης μελετημενο απο τον Maruyama και αργοτερα, απο διαφορετικη οπτικη, απο την Λεσχη της Ρωμης) καθως και διαφορετικους τυπους δεικτων αναπτυξης, ειδικοτερα σε σχεση με την κλιμακα. Ολες αυτες οι πτυχες μπορουν να μεταφραστουν στα οικονομικα αν και στην πραγματικοτητα αντιστοιχουν σε βασικες αρχες εφαρμοσιμες στην δυναμικη οποιουδηποτε εξελισσομενου συστηματος. Δυστυχως, το Προγραμμα Boulding δεν μεταφραστηκε ποτε σε συστηματικη ερευνα, αφηνοντας ετσι ενα χασκων κενο στην συστημικη.

Ο Boulding ηταν επισης ενας απο τους πρωτους που κατανοησαν την φυση της παγκοσμιας σχεσης του ανθρωπου με τον πλανητη του: ονομασε το ανθρωπος-πλανητης συστημα μας «Διαστημοπλοιο Γη», ενω διατηρουσε οξυδερκη την συνειδηση του γεγονοτος οτι ολος ο πλανητης αποτελει τα κοινα της ανθρωποτητας στο συνολο της, καθως και οτι κινδυνευει να καταστραφει αμεσα απο την ανθρωπινη παγκοσμια και αχαλινωτη απληστια και σπαταλη. Περισσοτερα απο 40 χρονια αργοτερα, το διδαγμα φαινεται πως απεχει πολυ απο το να εχει κατανοηθει.

Μια ακομη γραμμη ερευνας αναπτυχθηκε στις αρχες του 1950 απο τον von Neumann, για παραδειγμα στην θεωρια του για τα αυτοματα, οπως αυτη αναληφθηκε στις εργασιες του 1956 και τις μεταθανατιες δημοσιευσεις του 1966. Ριζα της μοντερνας ιδεας του αυτοματου φαινεται οτι ειναι το θεωρητικο προτυπο του Turing για το computer (1950). Ενω οι ιδεες του Von Neumann γεννησαν ενα σημαντικο αριθμο προτύπων συνολων δυνητικα αλληλεπιδρωντων στοιχειων, διανεμημενων σε συσχετισμους που θα μπορουσαν να φορτιστουν δυναμικα μεσω καταλληλων κανονων μεταμορφωσης.

Τα αυτοματα του Von Neumann, ακομη κι αν κατασκευαστηκαν με αναξιοπιστα στοιχεια, ενδεχεται να εκδηλωσουν μια σαφη και αξιοπιστη συμπεριφορα. Τα αυτοματα βρισκονται τροπον τινα στο οριο (και το διασχιζουν) μεταξυ συλλογων ανοργανωτων στοιχειων και αληθινα συνθετων συστηματων, βοηθωντας ετσι στην γεφυρωση ενος απο τα πιο αβαθη εννοιολογικα χασματα στην συστημικη.

Οι κατασκευαστικοι κανονες προταθηκαν απο τον Maruyama (1963) και τον Conway στο Game of Life, και εκλαϊκευτηκαν απο τον Gardner μετα το 1972 στην στηλη του στην εκδοση Scientific American, αρκετα πριν την δημοσιευση του βιβλιου.

Τα προτυπα αυτα εχουν χρησιμοποιηθει, για παραδειγμα, στην γενετικη (Kauffman, 1969 και μετα) και στις αναπαραστασεις του εγκεφαλου (Dubois, 1986 και μετα). Ο δευτερος μπορει να θεωρηθει συνεχιστης των προτυπων των McCulloch και Pitts. Σχετιζονται επισης με τις ιδιοτητες συνθετων (ή οιονει) συστηματων, δηλαδη, οχι σταθερα ενσωματωμενων. Τα συστηματα αυτα ειναι, για παραδειγμα, οι χιονοστιβαδες, η διυλιση, οι νομοι της δυναμης και οι φυγοκεντρες διαδικασιες, ολα εκ των οποιων εχουν ενσωματωθει πλεον στην γενικοτερη θεωρια της αυτο-κριτικοτητας (self-criticality).

Το πεδιο των αυτοματων διανυει τωρα την εκρηκτικη αναπτυξη που σχετιζεται με τα αυτο-οργανωμενα αυτοματα και ετσι την αποκαλουμενη τεχνητη ζωη, το μελλον των οποιων μπορει να ειναι εντυπωσιακο.

Μεταξυ των ερευνητικων ενδιαφεροντων του Von Neurnann ηταν και ο ακρογωνιαιος λιθος του αυτο-αναπαραγομενου αυτοματου, για την ακριβεια ενα ειδος κυκλικης κυβερνητικης. Μπορει ετσι να θεωρηθει ως ενας απο τους πρωτοπορους της αυτοποιησης (Maturana και Varela, 1980) και των υπερκυκλων (Eigen και Winkler, 1975· Eigen και Schuster, 1979).

Η ερευνα στα αυτοματα αποτελει πλεον ενα αυτονομο πεδιο. Ενω ενδιαφερουσες κατηγοριοποιησεις των διαφορων τυπων αυτοματων εχουν προταθει απο τον Klir (1965) και τον Bunge (1979).

Ο Von Förster ειναι ενας ακομη εκεινης της παραξενης ταξης των ανθρωπιστων επιστημονων (μεταξυ των οποιων οι Wiener, Bertalanffy, McCulloch, Pask, Miller, κ.α,) που εχουν απεικονισει την συστημικη και την κυβερνητικη. Το κλειδι στην συμβολη του εγκειται στο ακολουθο σχολιο: «ο κυβερνητιστης πρεπει να εφαρμοσει την μεθοδο του στον εαυτο του εφοσον θελει να διατηρησει καθε επιστημονικη αξιοπιστια». Αυτη ηταν η προγραμματικη του θεση στο Εργαστηριο Βιολογικων Υπολογιστων στο Πανεπιστημιο του Illinois (Urbana) απο το 1957-1976, με συνεργατες οπως οι Ashby, Löfgren, Pask και Maturana. Ο βασικος κωδικος για την δουλεια του ειναι πιθανον η Γερμανικη λεξη Eigen, δηλαδη, αυτο-, η οποια εχει πλεον ενσωματωθει στην συστημικη γλωσσα ως αυτο-συμπεριφορα, αυτο-στοιχειο, αυτο-λειτουργια, αυτο-διαδικασιες, αυτ-αξια, και τα συναφη, χωρις να αναφερουμε καν τις πολυαριθμες εκφρασεις που ξεκινουν με το «αυτο-». Κανενα συστημα δεν θα μπορουσε να επιβιωσει χωρις την δυνατοτητα διατηρησης και αναπαραγωγης της συμπεριφορας και της οργανωσης του. Η ιδεα αυτη εχει οδηγησει σε σημαντικες εξελιξεις στην συστημικη. Και αποτελει την ριζα της δευτερης ταξης κυβερνητικης του von Förster (ο τροπος με τον οποιο τα συστηματα παρατηρουν και καθε τι που υποδηλωνει την σκοπιμα διφορουμενα εκφραση συστηματα παρατηρησης), της αυτο-ποιησης του Maturana μεσω της οργανωτικης ολοκληρωσης, της σχολης της συστημικης ψυχολογιας, καθως και καθε συστημικης επιστημολογιας. Η δουλεια του εχει επηρεασει πολυαριθμα αλλα πεδια, και αναμφιβολα θα συνεχισει να επηρεαζει και στο μελλον.

Ο επομενος σημαντικος κυβερνητιστης ηταν ο Ashby, η βασικη δουλεια του οποιου εμφανιστηκε απο το 1951 ως το 1960. Εντουτοις, ηταν και ενας σημαντικος συστημιστης επισης και ενδεχομενως εκεινος που εκανε τα περισσοτερα προκειμενου να συνδεσει τα δυο συνολα εννοιων. Η φιλια του με τον von Förster μπορει να αποτελεσε εναν κρισιμο παραγοντα, ενω μια απο τις σημαντικοτερες συμβολες του ηταν η εκ μερους του κατανοηση οτι καθε συστημα θα πρεπει να «ενωνεται πυκνα», αλλα οχι υπερβολικα ετσι. Εξηγησε με σαφηνεια οτι κανενα συστημα δεν θα μπορουσε να λειτουργει, ποσο μαλλον να υπαρχει, χωρις «περιορισμους», καθως και οτι η αρκετη ευελιξια αποτελει μια απολυτη αναγκαιοτητα ωστε το συστημα να ειναι προσαρμοστικο. Το ομοιοστατικο προτυπο του απεδειξε τον τροπο με τον οποιο καθε συστημα αποτελουμενο απο αλληλεπιδρωντα στοιχεια μπορει να ταλαντευτει και να εδραιωθει εντος προοδευτικα αυτο-καθοριζομενων οριων σταθεροτητας, ριχνοντας ετσι νεο φως στην φυση της εργοδικοτητας. Μια ακομη απο τις βασικες συμβολες του ηταν ο φημισμενος «νομος της απαιτουμενης ποικιλιας», με τον οποιο ορισε τις γενικες συνθηκες προσαρμοστικοτητας καποιου συστηματος στο φασμα της πολυποικιλοτητας του περιβαλλοντος του. Ο νομος αυτος ειναι ενας απο τις γενικες συστημικες-κυβερνητικες αρχες, καθως ειναι χρησιμος για την κατανοηση καθε τυπου συστηματος. Ενω ενα σημαντικο πορισμα διατυπωθηκε με την αρχη των Conant-Ashby συμφωνα με την οποια «καθε αποτελεσματικος συστημικος ρυθμιστης πρεπει να αποτελει προτυπο του ιδιου αυτου συστηματος». Αυτο ειναι ενα ειδος πρωτοτυπου πλαγιου βλεμματος στην ανεξαρτητα εκπονημενη εννοια της αυτοποιησης. Ο Ashby διευρυνε επισης την εννοια του περιττου, σε σχεση με την ποικιλια.

Ενας απο τους πιο αξιολογους πολυμαθεις στην κυβερνητικη και την συστημικη ηταν ο Pask. Διεθετε εκεινο το εξαιρετικα σπανιο μειγμα ταλεντων που του επετρεψαν (εκτος του ενδιαφεροντος του για την αρχιτεκτονικη, το θεατρο και την τεχνη γενικοτερα) να δημιουργησει εναν αριθμο πρακτικων συσκευων, να αναδειχθει σε επιτυχημενο συμβουλο και, παραλληλα, να ειναι ενας σπουδαιος θεωρητικος, ο οποιος διερευνησε τις επιπλοκες της κυβερνητικης σε ενα ευρυ φασμα αντικειμενων. Εξερευνησε τις γενικες αυτο-οργανωτικες συνθηκες της μαθησης, την σημασια της επαναληπτικοτητας, τις συνθηκες της συζητησης και της σχεσης της με την γνωσιακη αντιληψη – και αλλα πολλα. Ηταν ενας απο εκεινους που «εξανθρωπισαν» την κυβερνητικη (Pask, 1975, 1993).

Δεν ειναι ευκολο να προσδιοριστει η μακρας διαρκειας επιρροη του Prigogine στην συστημικη ανα πασα στιγμη. Οι πρωτες δουλειες του στην θερμοδυναμικη των μη-αναστρεψιμων συστηματων εμφανιστηκαν το 1940 και το 1947 και την ιδια περιοδο ετυχε αναγνωρισης απο τον παντα αγρυπνο νου του Bertalanffy. Ο Prigogine ηταν ενας απο τους πρωτους (μετα τον De Donder) που προσπαθησε να αποδρασει απο τον ζυγο των αρχικων θερμοδυναμικων προτυπων οπως διατυπωθηκαν απο τους Clausius και Boltzmann – για την ακριβεια, των προτυπων ιδεατα απομονωμενων συστηματων, δηλαδη, των απλα εννοιολογικων συστηματων. Οι αποψεις αυτες απετρεψαν καθε ικανοποιητικη εξηγηση της ζωης και της εξελιξης στην γενικη κατευθυνση της περιπλοκοτητας και φαινεται πως τεκμηριωνουν το ζωτικιστικο (vitalist) επιχειρημα στην βιολογια – ενω η αναγκη για τους «δαιμονες» του Maxwell (ηδη «εξορκισμενων», ωστοσο, απο τον Szilard το 1929, ο οποιος απεδειξε το πρακτικα ανεφαρμοστο του προτυπου του «απομονωμενου συστηματος»).

Τα κομματια του θερμοδυναμικου παζλ συλλεχθηκαν τελικα απο τον Prigogine (και τους συνεργατες του στο Ελευθερο Πανεπιστημιο των Βρυξελλων και στο Πανεπιστημιο του Texas στο Austin) καθ’ ολη την διαρκεια της δεκαετιας του 1950 και μετα, σε μια διαρκη ροη εργασιων και βιβλιων.

Ηταν ο πρωτος που κατανοησε με σαφηνεια την αναπληρωση της ενεργειακης μειωσης με ορους δομικοτητας. Επανεφερε ετσι την δομικοτητα του Bénard μεσω της ενεργειακης διαχυσης, η οποια αποδειχθηκε πως ειναι το κλειδι για την αναδυση συνθετοτερων συστηματων.

Επιπλεον, κατανοησε οτι τα ενεργειακα συστηματα ειναι πρακτικα παραλληλοι επιταχυντες της εντροπιας μιας και μπορουν να κατασκευασουν δομες και να τις διατηρησουν, μονο μετα την αποσπαση ενος μεγαλυτερου ενεργειακου πλεονασματος απο το περιβαλλον τους, και την αυξηση της παραγωγης εντροπιας, μεχρι να φθασουν σε ενα σταθερο επιπεδο ενεργειακης διαχυσης που προσεγγιζει την ισορροπια, και συμφωνα με τον υπαρχον βαθμο δομικης οργανωσης. Αυτο ηταν το θεωρημα της ελαχιστης παραγωγης εντροπιας του Prigogine (1945).

Αργοτερα, εξηγησε τι συμβαινει οταν καποιο συστημα αποσπαται βιαια απο την ισορροπια λογω καποιας μαζικης απορροφησης ενεργειας. Απεδειξε οτι μια τετοια διαδικασια παραγει αυξανομενα διευρυμενες ταλαντωσεις στην δυναμικη του συστηματος εωσοτου το κρισιμο οριο της ασταθειας παραβιαστει. Σε ενα τετοιο σημειο, οι διασταυρωσεις αποδειχθηκαν ικανες να παραγουν μεγαλυτερη περιπλοκοτητα μεσω των σταθεροποιητικων διαχυτικων δομων και αντιστοιχα υψηλοτερο επιπεδο ελαχιστης παραγωγης εντροπιας. Εισηγαγε επισης την εννοια της πυρηνοποιησης, αποδεικνυοντας οτι, στο σημειο διασταυρωσης, καθε τυχαιο γεγονος μπορει να αναδειχθει σε αποφασιστικης σημασιας στην επιλογη του τυπου υψηλοτερου επιπεδου οργανωσης. Αυτες ειναι οι δυσκολονοητες συμβολες στην γενικη κατανοηση της εξελιξης, εφαρμοσιμες σε καθε ταξη εξελισσομενων συστηματων, τουλαχιστον απο την χημεια και την βιο-χημεια ως την βιολογικη και κοινωνικη εξελιξη.

Στην συνθεση, ο Prigogine αποκατεστησε τον μη-αναστρεψιμο χρονο στην επιστημη και περιεγραψε τις δυνατον να κατανοηθουν δυναμικες στα συστηματα. Η δουλεια του ασκει εντονη επιρροη στην ευρυτερη κατανοηση των συστηματων (οπως φανερωνεται απο την μεγαλη ποικιλια εργασιων συνεργατων και μαθητων του).

Μια μοναχικη φωνη κατα την διαρκεια της δεκαετιας του 1950 ηταν εκεινη του Rosenblatt, εφευρετη του perceptron (1962), μιας ηλεκτρομηχανικης συσκευης ικανης να αναγνωριζει καποια επαναλαμβανομενα προτυπα μεταξυ εκεινου του αριθμου ερεθισματων που μπορει να καταγραψει. Αληθινα, μια τετοια συσκευη δεν ηταν δυνατον να προγραμματιστει ικανοποιητικα, οπως παρατηρηθηκε απο τον Minsky, η προτιμηση του οποιου εστιασε στην απο την κορυφη προς την βαση τεχνητη νοημοσυνη που βασιζεται στην χειραγωγηση μεσω αλγοριθμικων κανονων μεταμορφωσης των συμβολων που αναπαριστουν την γνωση. Εχει καταστει σαφες, ωστοσο, οτι τα παραλληλα αυτο-μεταμορφωτικα φυσικα συστηματα πραγματι υπαρχουν. Η Κοινωνια του Νου του Minsky (1986), (δεν θα ηταν καλυτερο να ονομαστει Ο Κοινωνικος Νους); φαινεται πως ειναι ενα παραδειγμα. Επιπλεον, η μηχανη συνδεσης των Hills, Langton και αλλων. Η Τεχνητη Ζωη και η δουλεια των Rumelhart και McClelland στην παραλληλης διανομης διαδικασια φανερωνουν οτι η προταση του Rosenblatt, τελικα, δεν οδηγει σε αδιεξοδο. Σαφως, η ετσι αποκαλουμενη τεχνητη ζωη (artificial life, AL) δεν ειναι σε καμια περιπτωση αποκλειστικη της κλασικης μας τεχνητης νοημοσυνης. Η AL ειναι, ωστοσο, μια κατα πολυ δυσκολοτερη προταση επειδη ειναι κατα πολυ λιγοτερο αυστηρα ντετερμινιστικη: η εργοδικοτητα, το χαος, η ευαισθησια στις αρχικες συνθηκες, οι συνθηκες σταθεροτητας, τα περιθωρια σταθεροτητας καθως και αλλες θεματικες θα πρεπει να ληφθουν υποψη.

Καποιοι ηθολογοι, οχι απαραιτητα στενα συνδεδεμενοι με το κινημα των συστηματων, διατυπωσαν ενδιαφερουσες συμβολες στην δια-τμηματικη εννοιολογικη δεξαμενη. Ηδη το 1934, ο von Uexkull ανεπτυξε την κατανοηση του περιβαλλοντος ως κατηγορημα, διαφορετικο απο ειδος σε ειδος, ακομη και απο ατομο σε ατομο. Αλλοι ηθολογοι, οπως για παραδειγμα ο Bonner (1955), διερευνησαν τις γενικες κοινωνικες πτυχες της ζωϊκης υπαρξης. Ο Bonner μελετησε, για παραδειγμα, τις αποικιες κυτταρων και μικροοργανισμων ή, σε ενα υψηλοτερο επιπεδο περιπλοκοτητας, τον συντονισμο και την συνεργασια στις ζωϊκες κοινωνιες (μυρμηγκια, τερμιτες, καστορες, ελαφια, πιθηκοι, φωκιες). Καθως οι μελετες αυτες διευρυνθηκαν σημαντικα και συνεχιζονται μεχρι σημερα, φαινεται πιθανο οτι μια ιδιαιτερα γενικη συστημικη θεωρια της κοινωνικοτητας και των τροπων της θα μπορουσε τελικα να αναδυθει, πιθανα συσχετιζομενη με την προσφατη ερευνα στην AL (τεχνητη ζωη). Ο Bonner μελετησε και αλλες συστημικες θεματικες επισης, οπως την διαφοροποιηση, την μορφογενεση, την περιοδικοτητα και τα ορια της αναπτυξης, καθως και την συμμετρικοτητα.

ΠΗΓΗ

Κοινοποίηση άρθρου: