https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Η Ιστορία του Οργανωμένου Φασισμού στη Σερβία

Η Ιστορία του Οργανωμένου Φασισμού στη Σερβία

Η εμφάνιση του οργανωμένου φασισμού
Αν και η Σερβία/Γιουγκοσλαβία ήταν και είναι ακόμη σε γενικές γραμμές ένα συντηρητικό περιβάλλον, πιστεύω πως θα μπορούσε να ειπωθεί πως ο φασισμός, με τον αυστηρό του ορισμό, ήταν ένα σχετικά μικρό κίνημα μέσα της. Αρχικά υπήρχαν πρωτοφασιστικές οργανώσεις, όπως το συνωμοτικό Μαύρο Χέρι (Crna ruka) την περίοδο πριν το 1918, και διάφορες φασιστικές ομάδες στη δεκαετία του 1920 (η Οργάνωση των Γιουγκοσλάβων Εθνικιστών, ORJUNA και άλλες). Οι πρώτες καλά ιδεολογικά προσδιορισμένες ομάδες στη Σερβία και στη Γιουγκοσλαβία εμφανίστηκαν το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 (δίχως να υπολογίζονται οι Κροάτες Ustašas, οι οποίοι είναι ξεχωριστό θέμα). Αυτές οι μικρότερες ομάδες ενώθηκαν το 1935, και έτσι δημιουργήθηκε το Κίνημα του Γιουγκοσλαβικού Εθνικού Συναγερμού (Zbor), και του οποίου ηγούνταν ο Σέρβος δικηγόρος Dimitrije Ljotić.

Το Zbor ήταν μια αντιδημοκρατική, αντικομουνιστική, αντισημιτική οργάνωση που προωθούσε την ιδέα ενός ενιαίου γιουγκοσλαβικού έθνους, το οποίο αποτελείται από τρεις «φυλές», Σέρβους, Κροάτες και Σλοβένους (οι Μακεδόνες, Μαυροβούνιοι και Βόσνιοι Μουσουλμάνοι δεν αναγνωρίζονταν ως ξεχωριστές εθνικές ομάδες), οργανωμένες σε ένα μοναδικό, κορπορατιστικό και μοναρχικό κράτος, που θα κυριαρχούνταν από τη Σερβία.

Όπως είναι συνηθισμένο στην φασιστική πρακτική το Zbor χρησιμοποίησε πολλές από τις ιδέες που προέρχονταν από το σοσιαλιστικό κίνημα και τις μεταμόρφωσε σε εργαλεία εθνικιστικής ιδεολογίας – σε κάτι εντελώς αντίθετο από τον αρχικό τους σκοπό. Κατά το 19ο αιώνα ένα κίνημα αναπτύχθηκε γύρω από το νεαρό σοσιαλιστή Svetozar Marković (είναι ενδιαφέρον πως ο πατέρας του Ljotić ήταν μεταξύ των πρώιμων οπαδών του Marković, και επίσης μεταφραστής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου στα σερβικά). Οι ιδέες του Marković ήταν ιδιαίτερα αντιεθνικιστικές, μιλούσε για το κίνδυνο που προέρχονταν από τις φιλοδοξίες της κυβερνώσας σερβικής ελίτ για τη δημιουργία της Μεγάλης Σερβίας, και για την ανάγκη να καταστραφούν όλα τα βαλκανικά κράτη (μέσα από την κοινωνική επανάσταση) που καταπιέζουν τους λαούς των Βαλκανίων, ώστε να δημιουργηθεί μια βαλκανική ομοσπονδία (ήταν ανοιχτός στην ιδέα αυτή η ομοσπονδία να είναι ομοσπονδία κοινοτήτων ή κρατών – ανάλογα με τη θέληση του λαού, όπως έλεγε). Ο Marković και άλλοι πρώιμοι Σέρβοι σοσιαλιστές απέρριπταν την ιδέα της αναγκαιότητας του καπιταλισμού και έγραφε για την δυνατότητα της δημιουργίας μια κομμουνιστικής κοινωνίας στη Σερβία δίχως να περάσουν πρώτα από τη φάση του καπιταλισμού. Για να είναι επιτυχημένη αυτή η μετάβαση, σύμφωνα με τη γνώμη των πρώιμων Σέρβων σοσιαλιστών, παραδοσιακοί θεσμοί των Σέρβων αγροτών θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν. Ένας από αυτούς τους θεσμούς ήταν η Zadruga, μια παραδοσιακή σερβική οικονομική κοοπερατίβα που συνήθως αποτελούνταν από μια ευρύτερη οικογενειακή μονάδα αλλά και επίσης με μέλη που δεν σχετίζονταν με κάποια συγγένεια. Αυτές οι κοοπερατίβες μερικές φορές σχημάτιζαν μεγαλύτερες ομόσπονδες δομές. Οι σοσιαλιστές δεν εξιδανίκευαν αυτούς τους θεσμούς, τους έβλεπαν απλά ως σημεία εκκίνησης. Το Zbor από την άλλη έβλεπε την Zadruga ως μοντέλο του πως θα οργανωθεί η κοινωνία και η οικονομία σε ένα πατριαρχικό και αυταρχικό τρόπο ως τη βάση για μια μελλοντικό «οργανικό» κράτος στο οποίο όλοι θα ήταν οργανωμένοι στη δική τους επαγγελματική συντεχνία (εταιρεία) ως «οργανικό» κομμάτι του Κράτους, και στην οποία η αρσενική κεφαλή της οικογένειας θα είναι στην οικογένεια ότι και ο Βασιλιάς θα είναι για το Κράτος («και ο Θεός στον Ουρανό»).

Παρά την καλά οργανωμένη δομή (και πολύ κοντά σε κομμάτια της Ορθόδοξης Εκκλησίας), με βίαιες οργανώσεις νέων και φοιτητών που συχνά συγκρούονταν με κομμουνιστές και αναρχικούς φοιτητές στο πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου, το Zbor δεν ήταν ποτέ δημοφιλές κίνημα και στις εκλογές λάμβαναν περίπου 1% ή και λιγότερο.

Το Zbor είχε ένα ανταγωνιστή στο πρόσωπο του Milan Stojadinović, που ήταν ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός την περίοδο 1935-1939. Ο Stojadinović ήταν ο αρχηγός του παλιού Ριζοσπαστικού κόμματος, και στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του προσπάθησε να στρέψει το κόμμα του σε μια πιο φασιστική κατεύθυνση. Δεν είχε τόσο εμμονή με τις ιδεολογικές λεπτομέρειες όσο ήταν με τον επιφανειακό μιμητισμό των φασιστικών καθεστώτων· για παράδειγμα, δημιούργησε το ένστολο τμήμα του κόμματος που ονομάζονταν Γκριζοχίτωνες. Ο Ljotić και οι οπαδοί του θεωρούσαν τον Stojadinović ως κατώτερο φασίστα, ως απλά μιμητή, ή ως «μαθητευόμενο φασίστα». Θεωρούσαν τους ίδιους πως ήταν αυθεντικό γιουγκοσλάβικο και σέρβικο κίνημα. Έχει ενδιαφέρον να αναφέρουμε πως το Ριζοσπαστικό κόμμα είχε ιδρυθε’ι αρχικά το 1880 από τους οπαδούς του Svetozar Marković (μετά το θάνατο του), όταν «αντιλήφθηκαν πως ένα πιο μετριοπαθές σοσιαλιστικό και δημοκρατικό κίνημα ήταν αναγκαίο στην οπισθοδρομική Σερβία», ένα κίνημα που θα μπορούσε να συμβάλει στο να οργανωθεί η Σερβία ως μια σύγχρονη βιομηχανική καπιταλιστική κοινωνία. Αυτό αποτελούσε ξεκάθαρη απομάκρυνση από τις προηγουμένως κυρίαρχες θέσεις που ήταν επηρεασμένες από τους Ρώσους Ναροντνικούς σοσιαλιστές. Κάποιοι από τους ιδρυτές του Ριζοσπαστικού κόμματος πρόσφεραν μια ξεκάθαρα μαρξιστική εξήγηση για αυτή τη στροφή σε μια πιο ρεφορμιστική κατεύθυνση. Ένας από εκείνους που παρέμειναν πιστοί στις ιδέες του Marković ήταν ο επαναστάτης σοσιαλιστής Mita Cenić που έγινε άσπονδος εχθρός του Ριζοσπαστικού κόμματος, που προφήτευσε πως σύντομα το κόμμα από ρεφορμιστικό θα γίνει συντηρητικό, και στο τέλος σε αντιδραστικό κόμμα – που όλα επαληθεύτηκαν· και όπως θα δούμε στη δεκαετία του 1930, το κόμμα έγινε ακόμα και φιλοφασιστικό.

Κατά τη περίοδο αυτή, υπήρχαν επίσης παραστρατιωτικές εθνικιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στη Γιουγκοσλαβία – ιδίως οι λίγες εθνικές οργανώσεις των Τσέτνικ (Chetnik). Οι Τσέτνικ (ή Komitas όπως ήταν γνωστοί κατά την πρώιμη αυτή περίοδο) ήταν παραστρατιωτικές οργανώσεις μαχητών που δημιουργήθηκαν και εξοπλίστηκαν από το σερβικό κράτος κατά τη πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα για ανταρτοπόλεμο σε τμήματα του μελλοντικού γιουγκοσλάβικου κράτους που ήταν ακόμη μέρος της Τουρκίας (για παράδειγμα στη Μακεδονία, την οποία οι Σέρβοι εθνικιστές θεωρούσαν σερβική γη). Στην προ-γιουγκοσλαβική περίοδο αυτές οι μονάδες δεν χρησιμοποιούνταν μόνο για αυτό το σκοπό αλλά χρησιμοποιούνταν επίσης και μέσα στη Σερβία για πολεμήσουν εναντίον του νεαρού εργατικού κινήματος, του αυξανόμενου προλεταριάτου της Σερβίας. Υπήρξαν πολλές συγκρούσεις με τους εργάτες. Μια από αυτές ήταν το 1906 όταν μια ομάδα Τσέτνικ υπό την ηγεσία του Kosta Pećanac σχεδόν λιντσαρίστηκε από μερικές χιλιάδες εργατών στο Βελιγράδι όταν έπεσαν τυχαία πάνω τους στη διάρκεια μιας εργατικής διαδήλωσης. Οι Τσέτνικ πυροβόλησαν και τραυμάτισαν μερικούς εργάτες· οι εργάτες εξοργίστηκαν και στάλθηκε η χωροφυλακή, αλλά οι ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος κατάφεραν να ηρεμήσουν τους εργάτες. Ωστόσο, ένας επαναστάτης συνδικαλιστής κατηγορήθηκε πως πυροβόλησε τους Τσέτνικ και χρειάστηκε να φύγει από τη χώρα για κάποιο διάστημα. Την περίοδο της γιουγκοσλαβικής μοναρχίας μερικές εθνικές οργανώσεις Τσέτνικ υπήρξαν ως νόμιμες πατριωτικές οργανώσεις, και ο ηγέτης μιας από αυτές τις οργανώσεις ήταν ο Kosta Pećanac.

Ο ρόλος των φασιστικών οργανώσεων κατά το 2ο ΠΠ, λειτουργία των φασιστικών ιδεών τον 2ο ΠΠ

Όταν το 1941 οι δυνάμεις το Άξονα κατέλαβαν τη χώρα, διάφορα κομμάτια της Γιουγκοσλαβίας ήταν υπό κατοχή διαφορετικών δυνάμεων (Γερμανοί, Ιταλοί, Ούγγροι, Βούλγαροι). Μερικά κομμάτια του πρώην κράτους έγιναν τμήματα των κρατών του Άξονα και άλλα σε νέα κράτη μαριονέτα με δοσιλογικά καθεστώτα. Ένα από τέτοιο κράτος μαριονέτα ήταν (το με αρκετά περιορισμένη εδαφική έκταση) σερβικό κράτος του καθεστώτος Nedić. Ο Milan Nedić, στρατηγός στον γιουγκοσλαβικό στρατό, ήταν ο υποτιθέμενος επικεφαλής του υπό γερμανική κυριαρχία κράτους. Σχεδόν κάθε άλλη σημαντική κυβερνητική θέση σε αυτή τη «Νέα Σερβία» ήταν στα χέρια προσώπων που προέρχονταν είτε από το Zbor του Ljotić ή από την ομάδα του Stojadinović. Επίσης, κάποιες θέσεις (ιδιαίτερα αυτές που σχετίζονταν με την προπαγάνδα) τις καταλάμβαναν μέλη μιας μικ΄ρης και εντελώς περιθωριακής ομάδας ιδεολόγων εθνικοσοσιαλιστών που είχε σχηματιστεί μια χρονιά πριν την κατοχή.

Η επίσημη ιδεολογία αυτού του κράτους ήταν φασιστική και επικεντρώνονταν γύρω από την ιδέα της σπουδαιότητας της σκληρής εργασίας, του νόμου και της τάξης, και όλων των άλλων στοιχείων της ιδεολογίας του Zbor, που συνέχισε να υπάρχει ως το Κίνημα Εθνικού Συναγερμού. Η κρατική προπαγάνδα ήταν φυσικά έντονα αντικομουνιστική, στοχεύοντας το πρόσφατα δημιουργημένο αντάρτικο αντιστασιακό κίνημα (του οποίου ηγούνταν το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γιουγκοσλαβίας) ως τον βασικό εχθρό και αιτία όλων των προβλημάτων.

Την πρώιμη περίοδο του πολέμου ένα ακόμη «αντιστασιακό» κίνημα δημιουργήθηκε. Το κίνημα αυτό ονομάζονταν επίσημα «Γιουγκοσλάβικος Στρατός για την Πατρίδα», και ήταν υπό την ηγεσία ενός άλλου Γιουγκοσλάβου αξιωματικού, του Draža Mihailović. Ο σχηματισμός αυτός, που έμεινε ευρύτερα γνωστός με το όνομα «Τσέτνικ», δήλωσε πίστη στην εξόριστη γιουγκοσλάβικη κυβέρνηση στο Λονδίνο. Στη πραγματικότητα, οι Τσέτνικ ήταν αντιστασιακό κίνημα μόνο για μια σύντομη περίοδο στην αρχή του πολέμου, στη συνέχεια επέλεξαν να μην εμπλακούν με τους κατακτητές και άρχισαν να συνεργάζονται όλο και πιο πολύ με τις δυνάμεις του Άξονα ενάντια στο κίνημα των παρτιζάνων, που πλέον αντιμετωπίζονταν ως ο βασικός εχθρός. Αυτός είναι ο λόγος γιατί αργότερα οι Δυτικοί σύμμαχοι αργότερα εγκατέλειψαν τους Τσέτνικ και στήριξαν τους Παρτιζάνους, που σταδιακά έγιναν το μεγαλύτερο αντιστασιακό κίνημα στην Ευρώπη.

Το δοσιλογικό σερβικό κράτος είχε κάποιους ένοπλους σχηματισμούς που χρησιμοποιούνταν κυρίως στον πόλεμο εναντίον των Παρτιζάνων. Ένας από αυτούς τους σχηματισμούς ήταν το Σερβικό Εθελοντικό Σώμα, το οποίο ήταν ο ιδεολογικός στρατός του Zbor. Αποτελούνταν από περίπου δυο χιλιάδες μαχητές, οι πιο έντονα αντικομουνιστές μαχητές που είχε το κράτος μαριονέτα. Δεν εντάχθηκαν όλοι οι προπολεμικοί Τσέτνικ στο κίνημα του Draža Mihailović. Ο Kosta Pećanac και οι οπαδοί του έγιναν κομμάτι του δοσιλογικού καθεστώτος, οι λεγόμενοι «νόμιμοι Τσέτνικ».

Οι Τσέτνικ του Mihailović ήταν σερβική εθνικιστική οργάνωση, που στόχευαν στη δημιουργία μιας Γιουγκοσλαβικής Μοναρχίας στην οποία θα κυριαρχούσε η Μεγάλη Γιουγκοσλαβία (που θα περιλάμβανε την Μακεδονία, τη Βοσνία, το Κόσοβο, το Μαυροβούνιο, τη Δαλματία κλπ). η ιδεολογία αυτή και το γεγονός πως έχαναν το πόλεμο τους έκανε όλο και πιο στενά συνδεδεμένους με το σερβικό δοσιλογικό καθεστώς. Ως το τέλος του πολέμου τμήματα του καθεστώτος είχαν ενσωματωθεί πλήρως στους Τσέτνικ (μεταξύ τους και οι ένοπλες μονάδες των οπαδών του Ljotić) σε μια απελπισμένη απόπειρα να νομιμοποιηθούν στα μάτια των συμμάχων.

Φτάνοντας όμως προς το τέλος του πολέμου όλες αυτές οι οργανώσεις (και πολλές άλλες δοσιλογικές οργανώσεις από άλλες περιοχές της χώρας) ενώθηκαν σε μια απελπισμένη προσπάθεια να σώσουν τις ζωές τους. πολλοί από αυτούς δεν τα κατάφεραν, μερικοί όμως τα κατάφεραν, δραπετεύοντας στη Δύση, όπου δημιούργησαν νέες κοινότητες.

Ο Ljotić σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα στο τέλος του πολέμου καθώς οι δοσιλογικές δυνάμεις προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν στη Σλοβενία. Ο αδερφός του ορίστηκε ο νέος ηγέτης του Zbor, και ηγήθηκε της εξόριστης κοινότητας του Zbor στο Μόναχο. Το 1974 στραγγαλίστηκε στην μπανιέρα του με μια γραβάτα από στέλεχος της UDBA (η μυστική αστυνομία της Γιουγκοσλαβίας). Στο σημείο αυτό η οργάνωση μεταφέρθηκε στο Μπέρμινχαμ όπου και παραμένουν, υπό την ηγεσία του «προέδρου του Zbor», Nikola Ljotić, τον γιο του Dimitrije.

Επίσης, σημαντικό κέντρο για την διασπορά του Zbor ήταν η σερβική μονή Χιλανδαρίου στο Όρος Άθως, όπου πέντε από τους ανώτερους μοναχούς ήταν πρώην μαχητές του Σερβικού Εθελοντικού Σώματος του Ljotić.

Επανεμφάνιση στη διάρκεια των πολέμων στην πρώην Γιουγκοσλαβία, μορφές και λόγοι για την επανεμφάνιση του φασισμού μετά το 1989/η σημερινή σκηνή/ο φασισμός του δρόμου/ο ρόλος στο κρατικό μηχανισμό.

Κατά την τιτοϊκή περίοδο δεν υπήρχε ανοιχτή προώθηση των φασιστικών ιδεών, αλλά υπήρχε ένας περιθωριακός κύκλος νεαρών ατόμων, που σχηματίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 που ήταν αντικομουνιστική και αντιδραστική στα χαρακτηριστικά του, αλλά με ένα μυστικό και «απολίτικο» τρόπο. Αυτοί οι νεαροί ήταν κυρίως γιοι και κόρες της αστικής τάξης του προπολεμικού Βελιγραδίου που απεχθάνονταν τους «κομμουνιστές χωριάτες που κατέβηκαν από τα βουνά στη πόλη τους». Ο κύκλος αυτός δεν ήταν πολιτικός με κάποιο ενεργό και σοβαρό τρόπο και οι προσπάθειες τους ήταν κυρίως πάρτι σε διαμερίσματα του Βελιγραδίου, αλλά κάποιοι από αυτούς μελετούσαν κείμενα των αντικομουνιστών που μπορούσαν να βρουν (για παράδειγμα, τα κείμενα του Ernst Junger που βρήκαν μέσα στα έργα των μαρξιστών κριτικών). Μια ευρέως γνωστή καλλιτεχνική ομάδα, Mediala, δημιουργήθηκε το 1953 από άτομα αυτών των κύκλων. Στη δεκαετία του 1980, πολλά μέλη αυτής της ομάδας έγιναν ανοιχτά εθνικιστικά, αντικομουνιστικά, μοναρχικά και φασιστικά. Στο κύκλο αυτό, σχηματοποίησε τις απόψεις του ο Dragoš Kalajić, ο ίδιος και ζωγράφος, που στη δεκαετία του 1990 έγινε ο ηγέτης του φασιστικού κύκλου διανοουμένων που είναι γνωστός ως Σερβική Νέα Δεξιά. Στη δεκαετία του 1960 είχε πάει για σπουδές στη Ρώμη όπου εντάχθηκε σε νεοφασιστικούς κύκλους και συναντήθηκε προσωπικά με τον Julius Evola, τον «νεοφασίστα Marcuse».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Slobodan Milošević, ηγέτης της Λίγκας των Κομμουνιστών της Σερβίας (το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σερβίας, το οποίο τη δεκαετία του 1990 με την εισαγωγή ξανά του πολυκομματικού συστήματος έγινε το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Σερβίας – SPS) άρχισε να χρησιμοποιεί το σερβικό εθνικισμό ως μέσο να κατακτήσει μεγαλύτερη εξουσία, μάλλον με στόχο να κατακτήσει την εξουσία σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία και να γίνει ο νέος Tito. Παρά το ότι ο ίδιος δεν ήταν Σέρβος εθνικιστής και επίσημα παρέμενε υπέρ της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας, η πολιτική του νομιμοποίησε τον εθνικισμό και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 είδαν την εμφάνιση ανοιχτά εθνικιστικών και ακροδεξιών οργανώσεων.

Μια από αυτές τις οργανώσεις ήταν το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS), που ονομάστηκε έτσι από το παλιό Ριζοσπαστικό κόμμα που υπήρχε πριν το 2ο ΠΠ. Το κόμμα αυτό ιδρύθηκε το 1991 με την συγχώνευση το Σερβικού Κινήματος των Τσέτνικ του Vojislav Šešelj και την ομάδα του Tomislav Nikolić. Ήταν το νούμερο ένα και δύο του κόμματος από τη γέννηση του ως το 2008, με τον Aleksandar Vučić να είναι το νούμερο τρία. Το SRS παρουσιάζονταν ως μια σερβική σοβινιστική οργάνωση που είχε ως στόχο τη δημιουργία μιας Μεγάλης Σερβίας από τις περιοχές που θεωρούσε ιστορικά σερβικές και εθνική εκκαθάριση όλων των περιοχών της Γιουγκοσλαβίας από τους μη σερβικούς πληθυσμούς. Αντίθετα με τον Milošević, το SRS υποστήριζε μια ιστορική ρεβιζιονιστική οπτική στην οποία οι Τσέτνικ ήταν οι ήρωες του 2ου ΠΠ. Αν και υπήρξαν πολλές ρητορικές συγκρούσεις μεταξύ του Milošević και του SRS, ήταν ευρέως γνωστό πως ο Milošević θεωρούσε το SRS το «αγαπημένο του κόμμα της αντιπολίτευσης»· το SRS στήριξε το καθεστώς του Milošević σε κάθε κρίσιμη στιγμή, ακόμη και έγινε μέρος του κυβερνώντος συνασπισμού προς το τέλος της εξουσίας του. Το SRS είχε τις δικές του παραστρατιωτικές δυνάμεις που πήραν μέρος στις μάχες των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία και υπολόγιζαν μεταξύ των πολιτικών τους συμμάχων το Εθνικό Μέτωπο (FN) του Le Pen. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Le Pen μίλησε ακόμη σε μια συγκέντρωση του SRS στο Βελιγράδι – παρά το γεγονός πως το FN έστειλε εθελοντές να πολεμήσουν στην κροατική πλευρά στο πόλεμο μερικά χρόνια πριν. Το SRS δεν ήταν ποτέ κομμάτι των συνασπισμών της αντιπολίτευσης (η υπόλοιπη αντιπολίτευση που ανέτρεψε τον Milošević ήταν επίσης κατά κύριο λόγο εθνικιστική αλλά, αντίθετα από το SRS, ήταν επίσης φιλοδυτική), και δεν οργάνωσε ποτέ συγκεντρώσεις εναντίον του Milošević. Φημολογούνταν ακόμη πως το SRS χρηματοδοτούνταν από το σερβικό τομέα της UDBA.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 μια ανεπίσημη ομάδα διανοούμενων γνωστή ως Σερβική Νέα Δεξιά δημιουργήθηκε. Ο διανοούμενος ηγέτης ήταν ο Dragoš Kalajić, και ο στόχος του ήταν να διαδώσει τη σκέψη νεοφασιστικών ρευμάτων, όπως η γαλλική Nouvelle Droite του Alain de Benoist, και του ρωσικού Ευρασιανιστικού κινήματος του Alexander Dugin. Επίσης μια σημαντική επιρροή σε αυτή την ομάδα ήταν οι στοχαστές της λεγόμενης «συντηρητικής επανάστασης» όπως ο Ernst Junger και ο Julius Evola. Στην πράξη, φασίστες που είχαν ιδέες λίγο διαφορετικές από τις επίσημες φασιστικές ιδέες που κυριαρχούσαν την εποχή του φασισμού στη Γερμανία και την Ιταλία παρουσιάζονταν τώρα ως αντικομφορμιστικές εξαιτίας αυτού του γεγονότος. Αν και ένα από τα πιο σημαντικά μέλη της ομάδας, ο Dragoslav Bokan (κινηματογραφικός σκηνοθέτης από εκπαίδευση), ήταν ο ηγέτης μιας από τις παραστρατιωτικές μονάδες που πολέμησαν στον πόλεμο, οι Λευκοί Αετοί (επίσης το όνομα του τμήματος νεολαίας του Zbor), οι δραστηριότητες των μελών αυτού του ρεύματος εντοπίζονταν κυρίως στο ιδεολογικό πεδίο, της συγγραφής, και της έκδοσης βιβλίων και περιοδικών που συνεχίστηκαν και μετά το 2000, με νέα περιοδικά και τον εκδοτικό οίκο Ukronija. Η επιρροή αυτής της ομάδας και οι συγγραφείς που διέδωσαν ήταν σημαντικοί· είχαν επιρροή σε όλες τις δομές του νέου σερβικού φασισμού από τους νεοναζί μπράβους στο δρόμο μέχρι το SRS. Μια από τις σημαντικότερες επιρροές τους ήταν ο Ρώσος νεοφασίστας Alexander Dugin που έγινε κομμάτι της κεντρικής σκηνής της Ρωσίας από τη στιγμή που ανέβηκε στην εξουσία ο Putin.

Οι πρώτες ομάδες ναζί σκίνχεντ εμφανίστηκαν στη δεκαετία του 1990, το σερβικό τμήμα της Blood & Honor δημιουργήθηκε το 1995· η οργάνωση αυτή υπάρχει ακόμη και απολαμβάνει την αναγνώριση μέσα στο διεθνές νεοναζιστικό κίνημα. Στη δεκαετία του 1990 αυτοί οι μπράβοι ήταν γνωστοί για τη βία τους εναντίον ατόμων Ρομά. Το 1997, χτύπησαν μέχρι θανάτου ένα δεκατριάχρονο αγόρι Ρομά, τον Duško Jovanović. Από το 2000, εμφανίστηκαν νέες νεοναζιστικές ομάδες , κάποιες από αυτές προσπαθούν να είναι πιο αποδεκτές. Ένας νεοναζί που έχει έρθει στο προσκήνιο είναι ο Goran Davidović· προσπάθησε να οργανώσει μια τυπική πολιτική οργάνωση αλλά στο τέλος πήγε να ζήσει στην Ιταλία εξαιτίας κάποιων νομικών προβλημάτων που συνδέονταν με τη βία. Μετά το 2000, η νεοναζιστική οργάνωση Nacionalni stroj προσπάθησε να οργανώσει μερικές διαδηλώσεις, αλλά τελικά πραγματοποιήθηκαν αντιφασιστικές συγκεντρώσεις.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 μια ομάδα με το όνομα Obraz έκανε την εμφάνιση της υπό την ηγεσία του Nebojša Krstić που προέρχονταν από τους κύκλους της Σερβικής Νέας Δεξιάς. Η οργάνωση αυτή υπάρχει ακόμη αλλά έχει συρικνωθεί αρκετά σε αριθμό μελών σε σχέση με το παρελθόν. Ο Krstić παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον νέο Ljotić, βγάζοντας φωτογραφίες με παρόμοιες πόζες και που το 2001 πέθανε με τον ίδιο τρόπο με τον Ljotić (πρέπει να θαυμάζει κανείς την προσήλωση του στο ρόλο). Η ιδεολογία της οργάνωσης επίσης ήταν πολύ επηρεασμένη από το Zbor. Η οργάνωση αυτή έχει δεσμούς με παρόμοιες οργανώσεις στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Ρωσία. Η Obraz είναι από τους κύριους υποκινητές της βίας ενάντια στις παρελάσεις του Pride στο Βελιγράδι και έχει καταφέρει να επηρεάσει ιδεολογικά ποδοσφαιρικούς χούλιγκαν. Οι ποδοσφαιρικοί χούλιγκαν είναι γενικά εθνικιστές στον προσανατολισμό τους από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 και είναι η κύρια δύναμη κρούσης του εθνικισμού στην Σερβία: πολλοί από τους χούλιγκαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 πολέμησαν στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας και, από το 2000, είναι υπεύθυνοι για τις πιο βίαιες εθνικιστικές διαδηλώσεις. Η Obraz και οι νεοναζί είναι οι μόνες ομάδες που ορίζονται επίσημα ως φασιστικές από το κράτος. στην εθνικιστική σκηνή υπάρχουν συχνά φήμες πως η Obraz δημιουργήθηκε από την KOS (την στρατιωτική αντικατασκοπεία) την περίοδο του καθεστώτος Milošević ως ένα είδος φασιστικού αντίβαρου στο αντιμιλοσεβικό φιλοδυτικό νεανικό κίνημα, Otpor.

Άλλες οργανώσεις παρόμοιες με την Obraz έχουν δημιουργηθεί από το 2000, όπως η Naši και η 1389. Μια από αυτές τις οργανώσεις ιδρύθηκε από οπαδούς του Ljotić, η Dveri, αρχικά πολύ όμοια με την Obraz και πολύ κοντά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, πρόσφατα προσπάθησε να εμφανιστεί ως μετριοπαθές συντηρητικό κόμμα και συμμετείχε στις εκλογές. πήραν περίπου το 4% των ψήφων, το οποίο δεν ήταν αρκετό για να εξασφαλίσουν την είσοδο στο κοινοβούλιο (ΣτΜ: πλέον είναι στη βουλή με το συντηρητικό και ακροδεξιό συνασπισμό «Πατριωτικό Μπλοκ») – αν και φαίνεται να έχουν χάσει αρκετούς υποστηρικτές από τότε. Ένα από τα χαρακτηριστικά που τους κάνει «μετριοπαθείς» στα δικά τους μάτια είναι το γεγονός, για παράδειγμα, πως «επίσημα» δεν υποστηρίζουν τη βία εναντίον του Pride αλλά αντίθετα οργανώνουν τη δική τους παράλληλη «Οικογενειακή Παρέλαση».

Μια πιο πρόσφατη οργάνωση είναι η Srbska akcija (Σερβική Δράση). Η ιδεολογία και εμφάνιση της οργάνωσης είναι κάπου μεταξύ οργανώσεων όπως το Zbor και η Obraz από τη μια, και πιο ανοιχτά νεοναζιστικών ομάδων από την άλλη – ένα είδος Ορθόδοξου Εθνικοσοσιαλισμού. Η οργάνωση αυτή τώρα δημιουργεί δεσμούς με την ελληνική Χρυσή Αυγή και πρόσφατα επισκέφτηκε έναν από τους ηγέτες της στη Θεσσαλονίκη.

Μετά το 2000, το SRS έγινε το ισχυρότερο κόμμα στην Σερβία. Σε κάθε εκλογές κέρδιζαν τις περισσότερες ψήφους αν και δεν συμμετείχαν ποτέ στη κυβέρνηση μιας και τα περισσότερα άλλα κόμματα συμμαχούσαν εναντίον τους. ο ηγέτης τους, Vojislav Šešelj, πήγε εθελοντικά στη Χάγη το 2003 για να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου (η δίκη πλησιάζει στην ολοκλήρωση της, ΣτΜ: η απόφαση βγήκε το 2016 και ήταν απαλλακτική), και οι Nikolić και Vučić έγιναν οι βασικοί ηγέτες του κόμματος· οδήγησαν το κόμμα στις εκλογές του 2008. Στη διάρκεια της υπερεθνικιστικής, αντιδυτικής τους προεκλογικής εκστρατείας , ο Alexander Dugin επισκέφθηκε την Σερβία και συναντήθηκε με τον Nikolić. Σε μια συνέντευξη που έδωσε στο περιοδικό Geopolitika (που ιδρύθηκε από τους ανθρώπους της Σερβικής Νέας Δεξιάς), ο Dugin ανέφερε πως ελπίζει ότι, μετά τις εκλογές, οι πατριωτικές δυνάμεις θα βρεθούν ξανά στην εξουσία στη Σερβία και πως η Σερβία θα εκπληρώσει το ιστορικό πεπρωμένο της και θα αρχίσει ένα νέο παγκόσμιο πόλεμο από τον οποίο η Ρωσία θα βγει ξανά ως υπερδύναμη. Αυτές ήταν οι πρώτες εκλογές που το SRS δεν ήταν το κόμμα με τις περισσότερες ψήφους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Nikolić και Vučić να εγκαταλείψουν το κόμμα και να ιδρύσουν το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα, το οποίο εμφανίζεται ως σύγχρονο φιλοευρωπαϊκό κόμμα (για παράδειγμα ο Nikolić είπε πως θα πάει στην παρέλαση του Pride το 2013). Παρά αυτά τα προσχήματα, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως αφότου ο Nikolić, επανεμφανίστηκε ως «μετριοπαθής» επίσης υπέγραψε συμφωνία συνεργασίας με τον ηγέτη του αυστριακού φασιστικού κόμματος FPÖ. Μετά τις εκλογές του 2012 το κόμμα βγήκε το ισχυρότερο κόμμα στη Σερβία: ο Nikolić είναι πλέον ο πρόεδρος της Σερβίας και ο Vučić είναι ο υπουργός άμυνας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης (με αποστολή την επίβλεψη των υπηρεσιών ασφάλειας και πληροφοριών). Είναι σε συμμαχία με το SPS (το κόμμα που ίδρυσε ο Milošević), που επίσης πλέον έχει μεταρρυθμιστεί και είναι φιλοευρωπαϊκό· ο ηγέτης του SPS, ο Dačić είναι τώρα ο πρωθυπουργός και υπουργός εσωτερικών (ΣτΜ: τώρα υπουργός εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης).

Στις ίδιες αυτές εκλογές του 2012, το SRS δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους για να μπει στη βουλή, ούτε και το άλλο «ακροδεξιό» κόμμα Dveri.

Οι εξωκοινοβουλευτικοί φασίστες των Obraz. 1389, Naši, τμημάτων του SRS, και άλλοι στηριζόμενοι από νεοναζιστικές οργανώσεις ίδρυσαν μια νέα συμμαχία με συγκεκριμένο σκοπό να πολεμήσουν εναντίον των διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με το Κόσοβο. Σε μια πρόσφατη διαδήλωση στο Βελιγράδι κατάφεραν να συγκεντρώσουν μόλις 1500 άτομα, πολύ λιγότερους από ότι τα προηγούμενα χρόνια κι ακόμη λιγότερα από ότι κατάφερναν να συγκεντρώσουν στη διάρκεια της μόνης παρέλασης του Pride όταν υπήρχαν περίπου 5000 εθνικιστές – κυρίως χούλιγκαν των ποδοσφαιρικών γηπέδων.

Στη δεκαετία του 1990, η γενικότερη κυρίαρχη ιδεολογία που προωθούσε το καθεστώς Milošević ήταν αυτή της ενότητας των «πατριωτικών δυνάμεων» εναντίον της Δύσης και των δυτικών πρακτόρων μέσα στη Σερβία (η φιλοευρωπαϊκή αντιπολίτευση). Αυτές οι πατριωτικές δυνάμεις αποτελούνταν από το αριστερό λαϊκίστικό και εθνικιστικό SPS (κυρίως αντιτσετνικό) και την ακροδεξιά και ιστορικά αναθεωρητικό φιλοτσετνικό SRS (κυρίως αντικομουνιστικό). Είχε το είδωλό του μέσα στη ρωσική αντιπολίτευση ενάντια στο Yeltsin εκείνης της περιόδου, που ένωνε το σταλινοποιημένο ξανά Κομμουνιστικό Κόμμα μαζί με ακραίους εθνικιστές και νεοφασίστες. Ένας από αυτούς, ο Alexander Dugin, έγραψε ακόμη ένα κομμάτι του επίσημου προγράμματος του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η αντιμιλοσεβική αντιπολίτευση ήταν επίσης σε μεγάλο βαθμό εθνικιστική και φιλοτσετνική (τους οποίους παρουσίαζαν ως δημοκρατικό, αντιαπολυταρχικό κίνημα) όπως και πολύ πιο νεοφιλελεύθερη από τον Milošević. Αν ορίσουμε την δεκαετία του 1990 ως μια περίοδο στην οποία ο εθνικισμός και άλλες συντηρητικές και αντιδραστικές ιδεολογίες κανονικοποίηθηκαν όπως και η στιγμή που άρχισε η μετάβαση από τον παλιό κρατικό καπιταλισμό στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τότε μπορείς να συμπεράνεις πως οι αξίες και τα χαρακτηριστικά της δεκαετίας του 1990 ενισχύθηκαν έντονα το 2000. Ο Milošević ξεκίνησε την όλη διαδικασία με τους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, αλλά ο ίδιος ήταν προϊόν του παλιού καθεστώτος κρατικού καπιταλισμού και του κομμουνιστικού κόμματος. Στη διάρκεια της κυβέρνησης του, το κράτος ονομάζονταν ακόμη Γιουγκοσλαβία, χρησιμοποιούνταν ο παλιός γιουγκοσλάβικος εθνικός ύμνος, η εκκλησία είχε σημαντικό ρόλο αλλά ήταν ιδιαίτερα υποταγμένη στο κράτος, και τα παιδιά στο μάθημα της ιστορίας μάθαιναν ακόμη πως οι Τσέτνικ στον 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν προδότες. Ενώ η διαδικασία της ιδιωτικοποίησης ξεκίνησε τότε, αυτό έγινε με ένα σχετικά αργό ρυθμό και πολλοί θεσμοί του καθεστώτος του κρατικού καπιταλισμού παρέμεναν – αυτό ήταν που έκανε τον Milošević δημοφιλή στην εργατική τάξη. Μετά όμως από το 2000, όταν η πρώην αντιμιλοσεβική αντιπολίτευση έγινε η νέα κυβέρνηση, μια γενικευμένη οικονομική επίθεση και καταστροφή άρχισε, την οποία ακολούθησε μια περεταίρω και εντονότερη κανονικοποίηση των συντηρητικών αξιών. Του ρόλου της εκκλησίας, και του ιστορικού αναθεωρητισμού ως επίσημη κρατική πολιτική μαζί με την νομική αποκατάσταση των Τσέτνικ και των συμμάχων τους. θα μπορούσαμε να πούμε πως το καθεστώς Milošević και η αντιπολίτευσή του ήταν απλά δυο φάσεις της ίδιας διεργασίας.

Παράρτημα I – Αντιφασισμός

Αυτή τη στιγμή στην Σερβία υπάρχουν αρκετές ομάδες Antifa των οποίων τα μέλη είναι αριστεροί ή αναρχικοί. Η μόνη ομάδα που (ως ομάδα) έχει διατηρήσει ένα σταθερό επίπεδο μαχητικότητας στην αντιμετώπιση του προβλήματος του φασισμού, είναι η Αντιφασιστική Δράση του Νόβι Σαντ (AFANS). Η οργάνωση αυτή επίσης οργανώνει μια ετήσια αντιφασιστική συναυλία για πάνω από μια δεκαετία τώρα. Ίσως η πιο δραστήρια οργάνωση τώρα, ιδιαίτερα σε επίπεδο προπαγάνδας, είναι η Αντιφασιστική Δράση της Νις (AFANI). Στο Ζρένιανιν γίνεται ένα Αντιφασιστικό Φεστιβάλ (ZAF), που οργανώνεται κάθε χρόνο από το 2008. Στο Βελιγράδι υπήρχαν πολλές περισσότερες οργανώσεις που ήταν ενεργές τα τελευταία χρόνια: (η βραχύβια) Αντιφασιστική Πρωτοβουλία του Βελιγραδίου (BAFI), Antifa In Action, Antifa BGD, κλπ. Οι πρωτοβουλίες αυτών των οργανώσεων περιλαμβάνουν άμεσες δράσεις, προπαγάνδα, διοργάνωση αντιφασιστικών διαδηλώσεων ενάντια ναζιστικών συγκεντρώσεων, κλπ. Υπάρχουν επίσης αντιφασιστικές δραστηριότητες και σε άλλες πόλεις, όπως στο Σόμπορ ή το Κράιεβο (Antifa Sombor, Antifa Kraijevo). Έγιναν τρεις μεγάλες αντιφασιστικές διαδηλώσεις στη Σερβία, μια στο Νόβι Σάντ (2007) και δυο στο Βελιγράδι (2008 και 2009), των οποίων οι συμμετέχοντες ήταν κάπου μεταξύ 200 και 2000 ατόμων (η μεγαλύτερη στο Νόβι Σαντ). Σε τουλάχιστον όμως δυο από αυτές τις περιπτώσεις οι αντιφασίστες ενώθηκαν με προοδευτικές οργανώσεις για την διοργάνωση αυτών των εκδηλώσεων, ιδιαίτερα στο Νόβι Σαντ. Όλες αυτές οι διαδηλώσεις οργανώθηκαν για να διαμαρτυρηθούν ενάντια σε ανακοινωμένες συγκεντρώσεις νεοναζί, αλλά υπήρξαν και άλλες διαδηλώσεις και δράσεις που δεν ορίζονται συγκεκριμένα αντιφασιστικές αν και ξεκάθαρα σχετίζονταν με αυτές, όπως διαδηλώσεις σε αλληλεγγύη με τους Ρομά των οποίων οι καταυλισμοί δέχτηκαν επίθεση από τις αρχές της πόλης του Βελιγραδίου, δράσει αλληλεγγύης με την LGBT κοινότητα, ή διαδηλώσεις ενάντια στην δικαστική αποκατάσταση των Τσέτνικ (όλα αυτά στο Βελιγράδι).

Κάποιος θα μπορούσε να εντοπίσει μάλλον τις ρίζες της σημερινής αντιφασιστικής οργάνωσης στη Σερβία στις διαμαρτυρίες που έγιναν στη Σερβία αμέσως μετά το φόνο του παιδιού Ρομά, Duško Jovanović το 1997 στο Βελιγράδι. Η μόνη οργανωμένη ομάδα που ενώθηκε με τις διαμαρτυρίες που ακολούθησαν μαζι με μερικές χιλιάδες μέλη της κοινότητας των Ρομά ήταν μερικές δεκάδες πανκ από το Βελιγράδι. Αυτό προκάλεσε έκπληξη στους συγκεντρωμένους Ρομά διαδηλωτές, που άρχιζαν να φωνάζουν: «Πανκς, πανκς, πανκς!».

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της αντιφασιστικής οργάνωσης είναι η διαφορά στους αριθμούς και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά μεταξύ των ναζί και των αντιφασιστών, ιδιαίτερα στο Βελιγράδι. Στο Βελιγράδι υπάρχουν μερικές χιλιάδες βίαιοι ποδοσφαιρικοί χούλιγκαν, οι περισσότεροι εκ των οποίων εθνικιστές και κάποιοι συνδέονται άμεσα σε ναζιστικές οργανώσεις και άλλοι με το οργανωμένο έγκλημα – πολλοί κουβαλάν ακόμη και όπλα και κάποιοι έχουν εμπειρία στο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά έχεις αριστερούς και αναρχικούς που είναι πολύ λιγότεροι σε αριθμό, και είναι συχνά φοιτητές στο Πενεπιστήμιο του Βελιγραδιού με πολύ λίγες δομές που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε μια γενικά εθνικιστική κοινωνία.

Παράρτημα II – Η αυταρχική πολιτική κουλτούρα στη Σερβία

Μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι εκπρόσωποι του φασισμού και της δεξιάς γενικότερα στη Γιουγκοσλαβία είτε ήταν στην εξορία είτε ήταν νεκροί. Το οικονομικό σύστημα που εισήχθη ήταν ένα σύστημα κρατικού καπιταλισμού που το διοικούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Το σύστημα αυτό καλύτερες συνθήκες στην εργατική τάξη σε σχέση με το παρελθόν· η θέση των γυναικών βελτιώθηκε γρήγορα και η κοινωνία γενικά ήταν σχετικά αισιόδοξη όσον αφορά τη σταδιακή βελτίωση της ζωής τους.

Οι υπηρεσίες που παρείχε το κράτος δεν ήταν μόνο κοινωνικού χαρακτήρα (υγειονομική περίθαλψη, κοινωνική πρόνοια, συντάξεις κ.λπ.) αλλά και πολιτιστικές. Για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν πολλά πολιτιστικά κέντρα και κέντρα νεότητας σε ολόκληρη τη χώρα. Όταν η Γιουγκοσλαβία έσπασε τους δεσμούς της με το Ανατολικό Μπλοκ, υιοθετήθηκε μια πιο φιλελεύθερη πολιτιστική πολιτική. Από πολύ νωρίς υπήρξε ανοχή, ακόμη και ενθάρρυνση της δυτικής κουλτούρας, της jazz, του rock, του κινηματογράφου κ.λπ., αλλά ακόμη και για αυτό, το πλαίσιο παρέχονταν από το κράτος και τους θεσμούς του. Τα μουσικά συγκροτήματα χρησιμοποιούσαν για τις πρόβες τους κρατικά πολιτιστικά κτίρια και οι δίσκοι τους κυκλοφορούσαν από κρατικές δισκογραφικές εταιρείες.

Το μοναδικό εργατικό σωματείο αποτελούσε κομμάτι της κρατικής γραφειοκρατίας και σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυτόνομη οργάνωση. Από τη δεκαετία του 1950 και έπειτα υπήρξαν πολλές μεμονωμένες εργατικές απεργίες. Η κρατική καταστολή απέναντι σε αυτές τις απεργίες και οι εργαζόμενοι που τις οργάνωσαν ήταν σχετικά ήπιοι, αφού το καθεστώς υποτίθεται ότι εφάρμοζε την «εργατική αυτοδιαχείριση», ήταν κάπως αμήχανο να απεργεί η εργατική τάξη. Έτσι, η τακτική για τον γρήγορο τερματισμό αυτών των απεργιών ήταν να ικανοποιούνται έστω και μερικώς οι απαιτήσεις των εργαζομένων, απαιτήσεις που συνήθως συνδέονταν με τους μισθούς ή τις συνθήκες εργασίας. Το επίσημο σωματείο σε αυτές τις περιπτώσεις ήταν συνήθως εντελώς παράλυτο, ούτε υποστήριζε τους εργαζόμενους, ούτε ήταν εναντίον τους· οι απεργίες επισήμως δεν ήταν ούτε νόμιμες ούτε παράνομες.

Υπήρχαν πολιτικοί αντιφρονούντες που προέρχονταν από την αριστερά. Η πρώτη τέτοια ομάδα ήταν η μαρξιστική-ανθρωπιστική οργάνωση Praxis, που ιδρύθηκε στη δεκαετία του πενήντα. Αυτή η ομάδα διοργάνωνε ετήσιες φιλοσοφικές συγκεντρώσεις χρησιμοποιώντας την υποδομή που παρείχε το Κράτος. Τα μέλη αυτής της οργάνωσης έγιναν μεγαλύτερη ενόχληση για την κυβέρνηση το 1968 ‘όταν άρχισαν να συντάσσονται με τις φοιτητικές διαμαρτυρίες στο Βελιγράδι που απαιτούσαν περισσότερη κοινωνική ισότητα. Έξι μέλη της Praxis, καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής, απολύθηκαν από τις θέσεις τους το 1975, αλλά σύντομα ιδρύθηκε από το Κράτος ένα ινστιτούτο, το οποίο τους προσέλαβε ξανά αμέσως. Η διαμαρτυρία των φοιτητών έληξε όταν το Κράτος απομόνωσε με επιτυχία τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία και συμμάχησε με τους πιο μετριοπαθείς, καταλήγοντας με το να χορεύει στο δρόμο μζί με τους φοιτητές ο Σύντροφος Τίτο.

Στη δεκαετία του ογδόντα υπήρξαν περισσότερες πολιτικές δραστηριότητες και περισσότερες προσπάθειες οργάνωσης και σύνδεσης των αγώνων σε ολόκληρη τη χώρα, υπήρξαν προσπάθειες να οργανωθούν νέα συνδικάτα σε γιουγκοσλαβικό επίπεδο, αλλά και η καταστολή έγινε εντονότερη. Μερικά από τα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία της δεκαετίας του εξήντα (κυρίως τροτσκιστές) δέχτηκαν την κρατική καταστολή και το 1984, τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του Τίτο, έξι από αυτούς συνελήφθησαν (αυτό ήταν οι πρώτοι «Έξι του Βελιγραδίου») και κατηγορήθηκαν για αντεπαναστατικές δραστηριότητες.

Έτσι, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της καπιταλιστικής περιόδου στη Γιουγκοσλαβία, δεν υπήρχε σχεδόν καμία αυτόνομη αυτοοργάνωση. Όταν το λέω αυτό δεν εννοώ μόνο ριζοσπαστικές πολιτικές πρωτοβουλίες, αλλά δεν υπήρχαν καν «κανονικές» συνδικαλιστικές δραστηριότητες ή οργανωμένη κουλτούρα/αντικουλτούρα που να μην ενσωματώθηκε με κάποιο τρόπο από το κράτος. Όποτε εμφανίστηκε κάτι πιο αυτόνομο, ειδικά πολιτικού χαρακτήρα, όλοι θυμόνταν πολύ σύντομα πως στην τελική, πως επρόκειτο για ένα μπολσεβίκικο καθεστώς και η κρατική καταστολή ακολουθούσε.

Στη συνέχεια, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τα καθεστώτα του κρατικού καπιταλισμού άρχισαν να καταρρέουν και τμήματα της κυβερνώσας γραφειοκρατικής τάξης στη Γιουγκοσλαβία άρχισαν να βλέπουν τον εθνικισμό ως το νέο χαρτί που θα μπορούσαν να παίξουν. Η παλιά ιδεολογία πέθαινε, αλλά ο εθνικισμός μπορούσε να προσφέρει ένα νέο είδος λαϊκισμού που θα τους βοηθούσε να παραμείνουν στην εξουσία. Ο Milošević συνδύασε με επιτυχία αυτή τη στρατηγική με την αριστερή λαϊκιστική πολιτική – «την πάλη ενάντια στους ψεύτικους γραφειοκράτες κομμουνιστές και την επιστροφή στις πραγματικές σοσιαλιστικές αξίες» – και κατάφερε με αυτόν τον τρόπο να ενσωματώσει μεγάλο μέρος από τη δυσαρέσκεια που προσπαθούσε να διοχετεύσει το νέο εργατικό κίνημα.

Ο πληθυσμός είχε εκπαιδευτεί ώστε να εμπιστεύεται την κυβέρνηση και ο Milošević γρήγορα έγινε δημοφιλής. Αν και πολύ νωρίς υπήρξε αντίθεση και διαμαρτυρίες κατά της κυβέρνησής του, το μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης του ήταν επίσης πολύ εθνικιστικό και αυταρχικό. Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είχε τώρα εμβληματικούς ηγέτες που ακολουθούσαν, μερικοί ακολούθησαν τον Milošević, και άλλοι κάποιον από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Πολλά από τα μέλη της Praxis (για παράδειγμα) έγιναν επίσης εθνικιστές. Ένας από αυτούς έγραψε το πρόγραμμα για το κόμμα του Milošević, άλλοι ίδρυσαν το φιλοκαπιταλιστικό αντιπολιτευόμενο Δημοκρατικό Κόμμα. Μερικοί από τους αριστερούς αντιφρονούντες του παρελθόντος παρέμειναν πιστοί στις αντεθνικιστικές πολιτικές, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς έγιναν φιλελεύθεροι ή σοσιαλδημοκράτες.

Υπήρξε πολλή οργανωμένη αντίθεση εναντίον του Milošević κατά τη δεκαετία του 1990, μερικές φορές με τεράστιες διαδηλώσεις που διοργανώνονταν καθημερινά σε ολόκληρη τη χώρα. Αλλά η αντίθεση συνήθως οργανώνονταν από ιδιαίτερα ιεραρχικά και εθνικιστικά κόμματα που είχαν τις δικές τους λατρείες ηγετών και που συχνά κατηγόρησαν τον Milošević, όχι επειδή ήταν ο υπεύθυνος για την έναρξη πολέμων αλλά επειδή τους έχασε.

Όταν η αντιπολίτευση ήρθε στην εξουσία το 2000, ακολούθησε περαιτέρω οικονομική καταστροφή, με αποτέλεσμα την αύξηση του κυνισμού και της απελπισίας του πληθυσμού. Μέρος του πληθυσμού ακολούθησε τον Milošević, ο οποίος άρχισε και έχασε τους πολέμους, ενώ ένα άλλο μέρος ακολούθησε την αντιπολίτευση που οδήγησε στην οικονομική καταστροφή του 2000. Πολλές ελπίδες διαλύθηκαν και ήρθε η στροφή προς τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, αλλά δεν υπήρχε καμία κουλτούρα αυτορρύθμισης ανάμεσα στους ανθρώπους της εργατικής τάξης για να τον πολεμήσουν. Τα συνδικάτα είναι σχεδόν ακριβώς το ίδιο με αυτό που ήταν την περίοδο της τιτοϊκής εποχής του κρατικού καπιταλισμού.

Ο Milošević θεωρήθηκε από πολλούς ως μια συνέχεια του «κομμουνιστικού καθεστώτος», για αυτό τόσα πολλοί από την αντιπολιτευόμενη νεολαία στράφηκαν στη δεξιά και στην αντίδραση.

Sava Devurić, πηγή

ΠΗΓΗ:https://www.provo.gr 

Κοινοποίηση άρθρου: