https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Λερναίον Κράτος

Λερναίον Κράτος

Πλέγματα εξουσίας στην Ιστορία

Του Γ.Β. ΔΕΡΤΙΛΗ

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης

Ιούλιος 2019 / σελ. 191

Το βιβλίο αυτό είναι ένα δοκίμιο με όλες τις σημασίες της λέξης: δοκίμιο – δοκιμή· ερμηνεία – δοκίμιο· δοκίμιο – αίρεση.

Περιγράφει επτά μορφές του κράτους, όσες μπόρεσα να διακρίνω στην μεγάλη διάρκεια της Ιστορίας. Είναι οι μορφές με τις οποίες μπορούμε σήμερα πλέον να σκεφτούμε το κράτος: οργανισμός που ασκεί εξουσία σε μια εδαφική επικράτεια· ενεργό υποκείμενο της ιστορίας και του βίου μιας κοινωνίας· σύστημα σχέσεων μέσα στην κοινωνία αυτή· πεδίο πολέμου εσωτερικού και εξωτερικού· επίκεντρο του πλέγματος εξουσίας, που εκάστοτε κυβερνά· μήλον της έριδος ανάμεσα στους μετόχους του πλέγματος εξουσίας· κέντρο πολιτικής νομιμότητας και φύλαξ κοινωνικής ηθικής.

Αυτές οι μορφές είναι στατικές· είναι σαν στιγμιαίες «φωτογραφίες»· αν τις σκεφθούμε δυναμικά, η συνεχής εναλλαγή τους μάς φαίνεται φυσική. Κλείνουμε έτσι έναν κύκλο: είναι ο κύκλος του χρόνου, της Ιστορίας. Για μας το κράτος είναι πλέον ένας χαμαιλέων ή μια Λερναία Ύδρα με επτά κεφαλές. (Απόσπασμα από την Εισαγωγή του βιβλίου)

Ο 80χρονος συγγραφέας με ιδιαίτερη οξύνοια, μ’ αυτή την μικρής έκτασης συγγραφή (δοκίμιο), επιχειρεί και το κατορθώνει, να παρουσιάσει, αλλά και να «φωτογραφίσει» με μεγάλη ευκρίνεια τις επτά μορφές του κράτους, που ο ίδιος διακρίνει να προβάλλουν στην μεγάλης διάρκειας Ιστορία, αποδεικνύοντας περίτρανα το γεγονός ότι όταν κάποιος έχει κατανοήσει πραγματικά ένα ζήτημα μπορεί με ευκολία να μεταδίδει αυτή του την γνώση περιφρονώντας τις ανούσιες επιδείξεις επιστημονικότητας, τους κουραστικούς βερμπαλισμούς και την κουτοπόνηρη «ουδετερότητα» των «ειδικών».

Όπως καταγράφει εξ αρχής ο Γ. Δερτιλής, η λογική του κράτους εμπεριέχει την λογική της βίας: «Η ιδέα γεννιέται στην κοσμογονική αρχαιοελληνική μυθολογία –η Βία και το Κράτος είναι αδέλφια– και κρυσταλλώνεται στις παγερές σελίδες του Κάφκα, οδηγώντας στην παράνοια τόσο τον ψυχικώς εξουθενωμένο υπήκοο όσο και το τερατώδες κράτος». Όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο συγγραφέας, αυτή η παράνοια ουδόλως εμποδίζει την κρατική ενότητα και συνοχή, αλλά αντίθετα την δυναμώνει, την ενισχύει, καθώς «η παρανοϊκή σκέψη, μέσα στον δικό της περίκλειστο κόσμο, είναι ενιαία και συνεκτική».

Αυτήν ακριβώς την ενότητα και την συνοχή του κράτους ευνοεί η σχέση του κράτους με τα άτομα που το υπηρετούν, έχοντας ταυτόχρονα μαζί του μια σχέση εξάρτησης, αλλά και συμμετοχής στην εξουσία του. Και αυτή ακριβώς η σχέση εξάρτησης, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, ουδέποτε ήταν απλώς μια σχέση ιεραρχική και γραφειοκρατική, αλλά βαθύτερη και πολυπλοκότερη, καθώς αναπτύσσεται σε κάθε περίπτωση μια ψυχολογική και ιδεολογική ταύτισή τους με το κράτος.

Με άλλα λόγια, τα άτομα που υπηρετούν το κράτος, δεν αρκούνται στο να πειθαρχούν ή να εισπράττουν απλά το μισθό τους, αλλά έχουν επίσης ως σκοπό να διατηρήσουν και αυξήσουν την κρατική ισχύ: «Από την άλλη πλευρά η ιδεολογία, η ειδική νοοτροπία του κρατικού οργάνου, ωθεί τα άτομα αυτά να αισθάνονται ένα με το κράτος· ασχέτως αν το χρησιμοποιούν προς ιδίον όφελος, αν το εκμεταλλεύονται, ακόμη και αν το καταδολιεύουν ή το κατακλέβουν. Δεν είναι τυχαίος ο όρος «κρατικό όργανο»: τα άτομα αυτά αισθάνονται οργανικά μέρη του κράτους, ταυτίζονται μαζί του, με τρόπο συνειδήτο ή υποσυνείδητο. Βαθιά μέσα τους, πιστεύουν ότι το κράτος είναι κτήμα τους (γι’ αυτό, άλλωστε, το κλέβουν με ελαφρά σχετικώς συνείδηση)».

Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, όταν αναφέρεται στο κράτος ως πεδίο κοινωνικού πολέμου και ως τόπο συμβιβασμού, αυτές οι δύο ιδιότητες όχι μόνον συνυπάρχουν αλλά αλληλοεξαρτώνται, καθώς οδηγούν η μία στην άλλην και τανάπαλιν:

«Οι διαπραγματεύσεις και οι συγκρούσεις επιφέρουν ορισμένες κοινωνικές μεταβολές· καταλήγουν, επίσης, σε νέες σχέσεις· και καταλήγουν εκεί με νέες κρατικές ρυθμίσεις με τις οποίες οι «νικητές» ανατρέπουν τις σχέσεις που είχαν μέχρι τότε με τους κοινωνικούς τους αντιπάλους επιβάλλοντας νέες. Έτσι, τα αντιμαχόμενα μέρη επιστρέφουν στο κράτος ως πεδίο σχέσεων: για να επιζητήσουν πάλι (ή να υποστούν) την διαμεσολάβηση του κράτους ως εξουσιαστικού οργανισμού που θα επικυρώσει τις νέες σχέσεις και θα τις πιστοποιήσει. Αλλά οι νέες σχέσεις ανοίγουν πάλι τον κύκλο των διαφωνιών, των αναδιαπραγματεύσεων, της διαμάχης ανάμεσα στα ίδια αυτά κοινωνικά υποκείμενα, έτοιμα να ανοίξουν έναν νέο κύκλο διαπραγματεύσεων, αντιθέσεων και συγκρούσεων, έτοιμων να μεταφερθούν και πάλι στο κράτος-πεδίο σχέσεων στο κράτος-πεδίο πολέμου».

Ο Δερτιλής εξηγεί, επίσης με εξαιρετική σαφήνεια, τί θεωρεί ότι είναι ένα πλέγμα εξουσίας, αναφέρεται στο Στρατιωτικό-βιομηχανικό πλέγμα, στο Κατεστημένο και στα Διαπλεκόμενα, στις Εξουσιαστικές ιεραρχίες, την θέση των Ξένων δυνάμεων στο πλέγμα εξουσίας, αλλά και στο Κράτος ως επίκεντρο και εταίρο του πλέγματος εξουσίας.

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι παρ’ ότι το πλέγμα εξου­σίας δεν είναι υπαρκτός θεσμός, παρ’ όλα αυτά είναι ένα σχήμα και μια μεθοδολογική σύμβαση, που μας βοηθά να κατανοήσουμε και να ερμηνεύσουμε διαφορετικές ιστορικές καταστάσεις.

Πρόκειται, λοιπόν, για ένα πλέγμα κοινωνικών υποκειμένων, που αλλάζει συνεχώς μορφή ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες. Όμως, ο μόνος σταθερός εταίρος παραμένει το ίδιο το κράτος, ακόμα και όταν εμφανίζεται αποδυναμώμενο, διότι το κράτος είναι εξ ορισμού αναγκαίο για την άσκηση της εξουσίας, όσον αφορά δε την ιεραρχική θέση των λοιπών εταίρων, αυτή εξαρτάται από τον εκάστοτε συσχετισμό δυνάμεων, έτσι όπως αυτός διαμορφώνεται στην δεδομένη ιστορική στιγμή.

Στις εποχές κόπωσης και κάμψης της ισχύος των υπόλοιπων εταίρων ή στις περιόδους σφοδρής μεταξύ τους σύγκρουσης, αυτός ο εξουσιαστικός μηχανισμός, που είναι το κράτος, όπως περιγράφει ο συγγραφέας, επισκιάζει κάθε άλλη δύναμη, υποτάσσοντας στην βούληση του πολιτικές παρατάξεις και κοινωνικές ομάδες, οδηγώντας σε νέους συμβιβασμούς, προετοιμάζοντας νέους συσχετισμούς δυνάμεων, έως ότου έλθει και πάλι η «κρίσιμη στιγμή» της μεταβολής, ίσως και μια νέα ιστορική εποχή, όπου το κράτος θα χάσει την ηγεμονία του και το πλέγμα εξουσίας θα αλλάξει και πάλι μορφή και σύνθεση.

«Μπορεί να είναι η στιγμή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονος, του Κάσσιου και του Βρούτου, του Βατερλώ και της εξορίας. Μπορεί να είναι η στιγμή που ο ίδιος ο Αυτοκράτωρ ή ο δικτάτωρ επέλεξε για να παραιτηθεί, αυτός και το κράτος «του», από την ηγεμονία του πλέγματος, διατηρώντας μια απλή πρωτοκαθεδρία και προάγοντας στην ιεραρχία άλλους εταίρους, ευνοούμενους και μη. Μπορεί να είναι, τέλος, η στιγμή του θανάτου ή της τύχης. Ένα είναι βέβαιο: ότι, έστω και με βραδύτατους ρυθμούς, η εξουσία μετατοπίζεται, η ιστορία κινείται».

Στην συνέχεια, ο Δερτιλής ασχολείται με την επόμενη μορφή: το κράτος μήλον έριδος. Εδώ ο συγγραφέας περιγράφει έναν αδυσώπητο πόλεμο μεταξύ εκείνων που ερίζουν αδιάκοπα μεταξύ τους, όσων φαντάζονται βασίμως ή παραλόγως ότι μπορούν να κατακτήσουν και να διατηρήσουν μια θέση στο πλέγμα εξουσίας ξεχωρίζοντας από την μάζα των υπηκόων.

Αυτή η προσπάθεια οδηγεί στην άλωση του κράτους σε μια συγκεκριμένη φάση με συγκεκριμένα αποτελέσματα, που οδηγεί σε μια σχετική ισορροπία και «ειρήνη» για να ακολουθήσει η επόμενη σφοδρή διαμάχη, με τις συμμαχίες να εναλλάσσονται· ο πόλεμος μπορεί να είναι είτε ψυχρός είτε θερμός, όμως οι εμπλεκόμενοι δεν παύουν να επιδιώκουν την εκδίωξη των αντιπάλων και την ολοκληρωτική κατάκτηση της εξουσίας. Ένας στόχος, παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον συγγραφέα ανέφικτος, μάταιος, μια χίμαιρα, καθώς ουδέποτε κατά την γνώμη του μέχρι σήμερα στην ανθρώπινη ιστορία επικράτησε απόλυτα και ολοκληρωτικά κάποιος σ’ αυτούς τους πολέμους.

Το ίδιο συμβαίνει, ισχυρίζεται ο Δερτιλής, και στην περίπτωση των λεγόμενων ολοκληρωτικών καθεστώτων, αφού και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει και λειτουργεί ένα πλέγμα εξουσίας, με αποτέλεσμα να αρκεί ο συνασπισμός δύο ή περισσοτέρων εταίρων για να πραγματοποιηθεί η ανατροπή ενός δικτάτορα ή να επέλθει η συμφωνία για την αλλαγή της ολοκληρωτικής πολιτικής ενός κόμματος.

Αναφερόμενος ο συγγραφέας στην σχέση των κοινωνικών δικτύων και της Κοινωνίας των Πολιτών με το πλέγμα εξουσίας, επιχειρηματολογεί εκτενώς για να εκφράσει την αντίθεσή του στην άποψη που υποστηρίζει ότι οι στόχοι τους, αλλά και η λειτουργία τους δεν έχουν σχέση με την κρατική εξουσία: «Οι θεσμοί της κοινωνίας πολιτών δεν είναι αυτοφυείς· προέρχονται εκ γενετής από ευρύτερα κοινωνικά δίκτυα με τα οποία και συνδέονται στενά, όταν δεν αποτελούν απλά τμήματά τους. Αλλά τα κοινωνικά δίκτυα, εξ ορισμού, δεν περιορίζονται μόνον στον υποτιθέμενο «χώρο» της κοινωνίας πολιτών· επεκτείνονται και στον δημόσιο χώρο. Άρα, συνδέουν εμμέσως με τον δημόσιο χώρο ή εξαρτούν από αυτόν και τους θεσμούς της κοινωνίας πολιτών».

Ο Δερτιλής φθάνει τελικά στην έβδομη μορφή: Το κράτος ως κέντρον νομιμότητος και φύλαξ ηθικής.

Εδώ ο συγγραφέας παρατηρεί αρχικά, ότι οι επαναστάτες επιδιώκουν την εξουσία του κράτους και όταν το καταλάβουν αποκτούν τα μέσα αναπαραγωγής της πρώην επαναστατικής εξουσίας τους χρησιμοποιώντας την νόμιμη πλέον βία του νέου μεταλλαγμένου κράτους, στηριζόμενοι στην νέα επαναστατική ηθική.

Στην συνέχεια, ο Δερτιλής αναφέρεται στο Κράτος δικαίου, Κράτος αδικίας, παραθέτοντας ένα σημαντικό πρόβλημα, κατά την γνώμη του, της δημοκρατίας: «είναι οι τυραννικές δυνατότητες που παρέχει η πλειοψηφία σε μια διεφθαρμένη κυβέρνηση, φέρνοντάς την στην εξουσία και δίνοντάς της ταυτοχρόνως, φυσικά, την κοινοβουλευτική πλειοψηφία».

Ο συγγραφέας υποστηρίζει, σ’ αυτό το σημείο, ότι η Δικαιοσύνη προϋποθέτει εξ ορισμού την αμεροληψία, όμως ούτε το κράτος είναι αμερόληπτο ούτε αμερόληπτα νομοθετεί το Δίκαιο που επιβάλλει στους υπηκόους του ούτε αμερόληπτα δικάζει. Γιατί; Γιατί πολύ απλά οι διαμάχες γύρω από το πλέγμα εξουσίας οδηγούν σε συνεχείς εναλλαγές των εταίρων και επειδή το κράτος συμμετέχει με τον πλέον έντονο τρόπο σε αυτές και μάλιστα ως κορυφαίος και ενίοτε ηγεμονικός εταίρος, συντασσόμενο συχνότερα με τους εκάστοτε ισχυρούς:

«Ουδέποτε το κράτος ήταν αμερόληπτο σε όλα ανεξαιρέτως τα σημαντικά θέματα, μια υπεράνω όλων και υπέρ όλων εξουσία, που παραμένει στο ύψος της αποστολής της, πάνω από κάθε οικονομική και ταξική διαμάχη. Ο διαχωρισμός του κράτους από την κοινωνία που αυτό το ίδιο εξουσιάζει, από την οικονομία της και την πολιτική της, είναι πλάνη πραγματολογική: μια πλάνη ως προς τα πραγματικά εμπειρικά, ιστορικά στοιχεία. Ωστόσο, η πλάνη αυτή είναι διαδεδομένη, σχεδόν καθολική».

Και όσον αφορά την σχέση Θρησκείας, Ηθικής, Νόμου και Κράτους πρόκειται για έναν κύκλο φαύλο ή αγαθό; Η απάντηση του συγγραφέα ξεκινά με την υπενθύμιση ότι το κράτος εκ γενετής είναι ή προσποιείται ότι είναι ο θεματοφύλακας της ηθικής που κυριαρχεί στην κοινωνία, ανεξαρτήτως ποια είναι αυτή η ηθική, η βουδιστική, η χριστιανική ή η κανιβαλική και όχι φυσικά επειδή εκείνη που κυριαρχεί είναι η καλύτερη, αλλά επειδή σ’ αυτήν προσχωρεί και υποτάσσεται η πλειονότητα της κοινωνίας. Το κράτος, βέβαια, στηρίζεται στην υλική βία αλλά και δεν υποτιμά διόλου την αναγκαιότητα της χρήσης και της ψυχολογικής βίας η οποία εν πολλοίς στηρίζεται σε ιδεολογικά θεμέλια. Η θεμελίωση αυτή είναι βαθύτατη, ιστορική και ενέχει την ύπαρξη πολλών στρωμάτων που προστίθενται στο πέρασμα του χρόνου, ενώ ένα από τα βαθύτερα παραμένει η θρησκεία και οι κανόνες της και επάνω σ’ αυτό το στρώμα στηρίζεται το επόμενο: ο νόμος.

«[…] επάνω στον νόμο του Θεού στηρίζεται πρωταρχικά στην Ιστορία ο νόμος των ανθρώπων, καθώς και το κύρος, η αυθεντία και η νομιμότητα όσων εκφράζουν και εφαρμόζουν τον Νόμο: των ιερέων, των πραιτόρων, των αρχόντων, των βασιλέων, των δικαστών, του κράτους. Επάνω στο θεμέλιο της αυθεντίας, επάνω σ’ αυτό το ψυχολογικό βίαιο ιδεολόγημα, στηρίζεται το επόμενο στρώμα θεμελίων, η νομιμοποίηση της υλικής, της σωματικής βίας· και σ’ αυτήν επάνω οικοδομείται η εξουσία. Έτσι, σε όλα τα στάδια της ιστορίας, η ιστορική λάσπη που κολλάει το ένα στρώμα θεμελίων με το άλλο είναι η ψυχολογική βία. Ελάχιστοι την συνειδητοποιούν· η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων δεν την υποψιάζονται (ακόμη και στην εποχή μας, αφού την συγκαλύπτει καλά ένας νεωτερικός και ορθολογικός Νόμος, συνήθως ένα Κράτος Δικαίου)».

Άρα την νόμιμη βία την νομιμοποιεί εκ νέου το νέο ηθικό και αξιακό σύστημα το οποίο προστατεύει συντηρεί το ίδιο το κράτος.

Και ο συγγραφέας καταλήγει σ’ αυτό το σημείο:

«Παραμένει το θεμελιακό ερώτημα που θέτει ο αναρχισμός: η ηθική αυτό-νομιμοποιείται, φυσικά, όπως όλες οι ηθικές· έστω ότι συμφωνούμε με αυτήν· αλλά εν συνεχεία νομιμοποιεί μια βία που βιαίως την προφυλάσσει· άραγε και με αυτό συμφωνούμε; Και τότε για τί να μην ανακηρύξουμε και την βία σε αυτούσια αξία και σε ηθικό κανόνα, δίχως περίπλοκες υπεκφυγές περί δήθεν «νόμιμης βίας»; Και γιατί να μη υιοθετήσουμε το αναρχικό σύνθημα «Βία ενάντια στην βία του κράτους»; Ό,τι και να απαντήσουμε, έχουμε αγγίξει τα όρια του εαυτού από τον έτερο, τα όρια του ανθρωπισμού, ίσως και τα όρια της ανθρώπινης νόησης. Υπάρχουν διλήμματα άλυτα, ερωτήματα που θα παραμείνουν εσαεί αναπάντητα».

Συσπείρωση Αναρχικών

ΠΗΓΗ:https://anarchypress.wordpress.com 

Κοινοποίηση άρθρου: