https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Μεταφέροντας το βιβλίο ενός νεοναζί στο κινηματογράφο

Μεταφέροντας το βιβλίο ενός νεοναζί στο κινηματογράφο

Στους αρχαίους, προχριστιανικούς σκανδιναβικούς μύθους, οι Oσκορέι (Oskorei) είναι ένα σύνολο ψυχών που πετάνε στον νυχτερινό ουρανό πάνω από τους ζωντανούς, συχνά με το θεό Οντίν να οδηγεί την ορδή τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι Oσκορέι μπορεί να βουτήξουν κάτω προς τη γη για να πολεμήσουν με τους ζωντανούς, με τα πρόσωπα τους βαμμένα λευκά με μαύρα χείλη. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, πραγματοποιήθηκε μια παγανιστική αναβίωση, επαναφέροντας αυτούς τους μύθους υπό νέα οπτική, επαναπροσδιορίζοντάς τους μέσα από το φακό της νεωτερικότητας και αποδίδοντάς τους μεταφυσική σημασία.

Ενώ συνέβαινε σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ήταν ιδιαίτερα έντονη μεταξύ των εθνικών (völkisch) κινημάτων στη Γερμανία που προσπαθούσαν να αντεπεξέλθουν με την ταυτότητα ενός νεογέννητου έθνους και την αντίδραση προερχόμενη από την ύπαιθρο στην ομογενοποιητική επιρροή της αστικής ζωής και την πρόοδο της βιομηχανικής τεχνολογίας.

Η ειδωλολατρία, οι παγανιστικές θρησκείες της Γερμανίας και των σκανδιναβικών περιοχών, απέκτησε νέα σημασία, που πριν διαδοθεί η σύγχρονη αντίληψη της φυλής δεν ήταν δυνατή. Μέσα από αυτή, οι Γερμανοί θεοί θεωρήθηκαν ως αρχέτυπα για τη γενετική οικογένεια της Βόρειας Ευρώπης, και για τερατουργήματα όπως η εμφάνιση του Τρίτου Ράιχ, όπου ένα συγκεκριμένο Οντινικό πνεύμα κατέλαβε την ψυχή του λαού της.

Με αυτό το πνεύμα, ο Michael Moynihan και ο συνεργάτης του Didrik Søderlind επανεξέτασαν τους Oσκορέι στο Lords of Chaos το 1998, στο οποίο μιλούσαν για τη ταραχώδη γέννηση του νορβηγικού black metal και για τις δολοφονίες και τους εμπρησμούς εκκλησιών που άφησε στο διάβα του. Το βιβλίο έθεσε τον τόνο για το πως το black metal μπήκε στις ΗΠΑ, την κύρια αγορά για τα άλμπουμ του, διηγούμενο την ιστορία του ως αυτή απόλυτων ακροτήτων – βάρβαρο και προσβλητικό, εικονακλαστικό και επικίνδυνο.

Για δύο δεκαετίες, το Lords of Chaos παρέμεινε το βιβλίο αναφοράς για το πώς ξεκίνησε το κίνημα του black metal. Η σκηνή του black metal κερδίζει τους οπαδούς της ξεπερνώντας τον εαυτό της με όρους εξωφρενικότητας, συνδυάζοντας όλα τα ταμπού σε μια απόλυτη υπερβολή. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπου οι φρικαλεότητες της πραγματικής ζωής απλά προσθέτουν στην εμφάνιση του, ο Moynihan πήρε τα πιο οδυνηρά κομμάτια της ιστορίας του black metal και το μετέτρεψε σε σήμα κατατεθέν του.

Ήταν οι ρίζες του βιβλίου που οδήγησαν τελικά στην σχετικά μεγάλη μεταφορά του στο κινηματογράφο από την Arrow Films με την σημαντική βοήθεια της Vice Films, με αστέρια όπως ο Rory Culkin να πρωταγωνιστούν για να αναδείξει τη βία της νορβηγικής σκηνής επικεντρώθηκε στο συγκρότημα των Mayhem. Ακριβώς όπως το βιβλίο, η ταινία παίρνει μερικούς από τους πιο ακραίους χαρακτήρες, τις δολοφονίες και τις αυτοκτονίες τους, και τους μετατρέπει σε υλικό τρόμου, αποδεκτά τρομακτικό επειδή είναι τόσο ακραία.

Το ερώτημα που πρέπει να τεθεί σχετικά με την μεταφορά του Lords of Chaos δεν είναι αν πρέπει να ειπωθεί αυτή η ιστορία· η ιστορία είναι, χωρίς αμφιβολία, δραματική και οδυνηρή. Αντίθετα, πρέπει να ρωτήσουμε γιατί είναι στο επίκεντρο κάποιος όπως ο Moynihan, του οποίου το παρελθόν του στον λευκό εθνικισμό και της φασιστικής πολιτικής μετρά αρκετές δεκαετίες. Σε μια εποχή όπου η λευκή εθνικιστική βία βρίσκεται σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, γιατί τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο αποφάσισαν να αγοράσουν την επιλογή σε ένα βιβλίο γεμάτο με φασιστικό μυστικισμό γραμμένο από έναν άνθρωπο που ποτέ δεν έκρυψε τον δικό του φασισμό;

Ο Moynihan είναι πρακτικά γνωστός για το Lords of Chaos, κυρίως επειδή ήταν το πρώτο βιβλίο για το black metal γραμμένο από μέσα σε αυτό, αλλά η δική του ιστορία είναι ακόμη πιο πολυτάραχη. Βρισκόμενος πάντοτε στη περιφέρεια της ακραίας μουσικής και της μυστικιστικής φιλοσοφίας, ήταν γνωστός για ένα είδος «βούλησης για εξουσία» φασιστικής πολιτικής που είναι εμφανής σε μεγάλο μέρος των γραπτών του.

Είναι ο τραγουδιστής της neo-folk μπάντας Blood Axis, γνωστή για το συνδυασμό εθνικού παγανισμού και της φασιστικής παραδοσιοκρατίας φιλοσόφων όπως ο Julius Evola. Η neo-folk σκηνή έχει πέσει σε αμφισβήτηση τα τελευταία 15 χρόνια, λόγω της ύπαρξης ως κεντρικού θέματος τον επαναπροσδιορισμό του παρελθόντος της Ευρώπης με ρομαντικούς όρους, εστιάζοντας συχνά στον αποκρυφισμό και την εξύμνηση της αυτοκρατορίας. Αυτή είναι μια τάση στην ακροδεξιά τέχνη που συχνά ονομάζεται «μεταπολιτική», μια προσπάθεια να ενσωματώσει φασιστικές ιδέες με τρόπους που δεν είναι αυστηρά πολιτικοί.

Αντίθετα, οι καλλιτέχνες προσπαθούν να παρουσιάσουν φασιστικά θέματα μέσω της τέχνης και του πολιτισμού, αλλάζοντας τον τρόπο που σκέφτονται οι υποκουλτούρες και μεταβάλλοντας έτσι τις αξίες αυτών των πολιτιστικών ομάδων ώστε να ταιριάζουν στο όραμα τους. Ο Moynihan βρισκόταν στο επίκεντρο αυτού του εγχειρήματος, τόσο ως μουσικός όσο και ως δημοσιογράφος, προωθώντας πολλά από τα συγκροτήματα που επηρέασαν την παρουσίαση ακροδεξιών θεμάτων μέσα από τη μουσική τους.

Το Lord of Chaos, τόσο το βιβλίο όσο και η κινηματογραφική του μεταφορά, επικεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό στον Varg Vikernes, ο οποίος ηγείται του industrial μουσικού σχήματος Burzum και εξέτισε ποινή 15 ετών φυλάκισης για εμπρησμό εκκλησιών και τη δολοφονία του Øystein Aarseth of Mayhem. Ενώ ο Vikernes θα ήταν ταιριαστός κακός για ένα τέτοιο βιβλίο, αντίθετα απεικονίζεται ως ένα γοητευτικό παράδοξο, έναν εκκεντρικό, οι ιδέες του οποίου καθοδηγούν μεγάλα κομμάτια των φιλοσοφικών μηνυμάτων του βιβλίου. Ο ίδιος ο Vikernes είναι λευκός εθνικιστής που θεωρεί αναγκαία την επιστροφή στις προγονικές θρησκείες της Νορβηγίας, την απομάκρυνση των ιουδαιοχριστιανικών επιρροών και την αναζωογόνηση μιας πολεμικής κουλτούρας.

Ο Vikernes και ο Moynihan αναλύουν τη σκηνή του black metal, καθώς οι Νορδικοί λαοί επικοινωνούν με τους Oσκορέι μέσα τους, ένα κομμάτι της σκανδιναβικής πνευματικής ψυχής που περιμένει να αφυπνιστεί. Αντιδρώντας στη καταστροφή του χριστιανικού καπιταλιστικού καταναλωτισμού, τα παιδιά αυτής της γενιάς ενσάρκωναν τον απόλυτο μηδενισμό, θέλοντας την ξέφρενη έκφραση του θανάτου και της βίας. Αυτό ευθυγραμμίζεται με αυτό που έγινε γνωστό ως «λαϊκός» παγανισμός, την ιδέα πως οι θεοί του παρελθόντος ενός συγκεκριμένου πολιτισμού είναι ψυχικά συνδεδεμένοι μαζί του, φυλετικά προκαθορισμένοι.

Μέσω αυτής της οπτικής ο Vikernes προσπάθησε να δικαιολογήσει τους εμπρησμούς των εκκλησιών που έκανε ως πράξεις εναντίον των «εισβολέων», που λατρεύουν έναν ξένο εβραϊκό θεό και εκπροσωπούν μια εκφυλισμένη «ηθική σκλάβων», η οποία εξυμνεί την αρετή του κοινού θνητού και όχι του καταπιεστή που καταστέλλει την εξέγερση από μια θέση απόλυτης δύναμης. Φωνάζει για τις αδυναμίες του Χριστιανισμού και για τον εξαγνισμό της γης για την αποκατάσταση μια ηθικής των Βίκινγκ που θα καθαγιάζει τη βούληση, τη δύναμη, τη σκληρότητα και την ιεραρχία.

Αυτή η στάση είναι ιδιαίτερα θελκτική για τον Moynihan, ο οποίος αναφέρθηκε στον εαυτό του ως φασίστα τη δεκαετία του 1990. Συνεργάστηκε στενά με τον αινιγματικό ακροδεξιό καλλιτέχνη Boyd Rice, έναν παρόμοιο πειραματικό industrial μουσικό, στο Abraxas Project που δημιουργήθηκε για να προωθήσει τις ιδέες του «κοινωνικού δαρβινισμού». Το χαρακτηριστικό της οργάνωσης ήταν: «Ο ισχυρός κυβερνά τον αδύναμο, και ο έξυπνος κυβερνά τον ισχυρό», που αντανακλά το δικό του τύπο νιτσεϊκής θεολογίας της κυριαρχίας.

Ο Moynihan λάτρευε να ενισχύει τις φωνές από τα απόλυτα περιθώρια, που τον οδήγησαν στον James Mason. Ο Mason εντάχθηκε στο τμήμα νεολαίας του Αμερικανικού Ναζιστικού Κόμματος (ANP) το 1966, και όταν έγινε 18 το 1970, έγινε κανονικό μέλος. Μέχρι τότε, είχε μετονομαστεί σε Εθνικό Σοσιαλιστικό Κόμμα των Λευκών Ανθρώπων (NSWPP). Τελικά είδε τον ακτιβισμό της οργάνωσης ως ξεπερασμένο και ήθελε να οικειοποιηθεί τις αριστερές στρατηγικές του ανταρτοπόλεμου που έβλεπε στα απελευθερωτικά κινήματα του Παγκόσμιου Νότου. Έτσι, ο Mason υποστήριξε τη χρήση της ακραίας βίας ως τακτική για να ανατρέψει τη κοινωνική τάξη και να δημιουργήσει ρήγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να οικοδομηθεί το είδος του εθνικοσοσιαλισμού που οραματίστηκε ο Hitler.

Εντάχθηκε στο Εθνικό Σοσιαλιστικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (NSLF) το 1976, του οποίου το έντυπο ήταν το Siege, το οποίο αναβίωσε και έγινε εκδότης του το 1980. Δεδομένου ότι η έκδοσή του σπάνια είχε περισσότερους από 75 συνδρομητές κάθε μήνα, θα είχε εξαφανιστεί εξ ολοκλήρου από το λευκό εθνικιστικό ακροατήριο, ωστόσο ο Moynihan είδε κάτι σε αυτό. Συγκέντρωσε τα ενημερωτικά δελτία και τα μετέτρεψε σε βιβλίο, το οποίο απέκτησε φανατικό κοινό μεταξύ των νεοναζί λόγω για ακραίες προτροπές για αστική τρομοκρατία και της στήριξής του προς τον Charles Manson και της χρήσης παραθρησκευτικών δολοφόνων ως παράδειγμα. Το Siege αργότερα έγινε η πηγή έμπνευσης για την Αμερικανική Atomwaffen Division, μια σειρά νεοναζιστικών τρομοκρατικών πυρήνων που έχουν δολοφονήσει τουλάχιστον πέντε άτομα τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η οργάνωση βρήκε νέο σπίτι στις άκρες της «alt-right».

«Ο Moynihan παρουσίασε τον γενοκτονικό, τον κατά συρροή δολοφονικό νεοναζισμό σε δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους», ανέφερε ο Spencer Sunshine, συνεργάτης του Political Research Associates, που διερευνά φασιστικές υποκουλτούρες. «Έχει αίμα στα χέρια του».

Αυτό που έκανε αργότερα ο Moynihan στην καριέρα του είναι ένα γνώριμο πρότυπο για τους λευκούς εθνικιστές που προσπαθούν να ενσωματώσουν στις ιδέες τους πνευματική αξιοπιστία. Ξεκίνησε το παγανιστικό περιοδικό Runa για να αναμειγνύει λαϊκές οπτικές πάνω στην λαογραφία και τη λογοτεχνία με περισσότερες διαδεδομένες, αναδημοσιεύοντας συχνά νεκρούς συγγραφείς όπως ο Michael Cunningham ή δοκίμια για τον J.R.R. Tolkien για να δώσει στις ιδέες του ευρύτερη απεύθυνση.

Ο Moynihan ίδρυσε το περιοδικό Tyr, το οποίο βοήθησε στη διάδοση της «ριζοσπαστικής παραδοσιοκρατίας» ως φιλοσοφική ιδέα. Χτίζοντας πάνω σε φασιστές μεταφυσικούς συγγραφείς όπως ο Julius Evola, η ριζοσπαστική παραδοσιοκρατία υποστηρίζει ότι υπάρχουν υποκείμενες ιεραρχίες και πνευματικά μονοπάτια σε ολόκληρη την κοινωνία, και ότι πρέπει να επιστρέψουμε σε παλιότερους τρόπους ζωής, τους οποίους οι οπαδοί βλέπουν ως διαχωρισμένους κατά τάξεις, φυλή, φύλο και ούτω καθεξής.

Το Tyr προσπάθησε σκληρά για να αναμείξει λευκούς εθνικιστές όπως ο Collin Cleary, γνωστό για τα βιβλία του σχετικά με τις λευκές εθνικιστικές ερμηνείες του νορβηγικού παγανισμού, με έγκυρους μελετητές της αρχαίας τέχνης, της θρησκείας, της πολιτικής και του πολιτισμού – δημιουργώντας ένα κοκτέιλ ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας για να κάνει τα ζητήματα φυλετισμού και ολοκληρωτισμού να εμφανίζονται πιο αποδεκτά. Ο Moynihan στη συνέχεια επιμελήθηκε την επανέκδοση ενός βιβλίου του Evola, καθώς και με την επιμέλεια βιβλία από μια σειρά εθνικών συγγραφέων, καταφέρνοντας πολλές φορές να τα εκδώσει δίχως προβλήματα από πιο καθιερωμένους αποκρυφιστικούς εκδότες.

Ενώ οι ιδέες του Moynihan ήταν πάντοτε ξεκάθαρες, το έργο του συχνά απορρίπτεται ως θέατρο. Αντί να αντιμετωπίζεται ως απόλυτα ειλικρινής, ο Moynihan αναφέρεται συχνά ως ένας εσκεμμένα προκλητικός ανταγωνιστής και όχι ως ευαγγελιστής.

Η σχέση του με τον Mason υποβαθμίζεται στην εμμονή του με τους ανθρώπους στο περιθώριο, παρά ως δέσμευση σε μια ιδεολογία. Αυτό είναι, ως ένα βαθμό, η νοοτροπία που αποδίδεται στο black metal, όπου ίσως να μην συμφωνούμε με κάποιες ιδέες, αλλά είναι η ακραία φύση τους που τις καθιστά ελκυστικές, αν και με ένα κιτς τρόπο. Αυτό απαιτεί μια συγκεκριμένη ρητορική ακροβασία, με δεδομένο πως ο Moynihan υπήρξε ένα από τα κέντρα του ψευδο-διανοουμενισμού μέσα στην αμερικανική ακροδεξιά, η οποία ελπίζει απελπισμένα να δημιουργήσει ένα ιδεολογικό κέντρο που να μοιάζει με κάτι περισσότερο από απλό φανατισμό.

«Ο Moynihan είναι σίγουρα ‘πρωτό-alt-right’», καθώς ήταν ένας από τους πρώτους που αγωνίστηκε για μια πιο ‘πνευματική’ έκδοση του λευκού εθνικισμού», δήλωσε στο Truthout ο Sunshine.

Ο Jonas Åkerlund, σκηνοθέτης της κινηματογραφικής προσαρμογής του Lord of Chaos, ξέρει καλύτερα από οποιονδήποτε είναι ο Moynihan αφού και ο ίδιος ο Åkerlund προέρχεται από τον κόσμο του νορβηγικού black metal. Αν και είναι γνωστός για τα κινηματογραφικά βίντεο τραγουδιών της Madonna, ήταν επίσης μέλος του σουηδικού συγκροτήματος black metal Bathory στη δεκαετία του 1980, που είναι μια πιθανή αιτία που ενδιαφέρθηκε για αυτό το έργο. Το Vice έχει διερευνήσει τις ακροδεξιές τάσεις του Εθνικού Σοσιαλιστικού Black Metal ιδιαίτερα αναλυτικά και έτσι δεν υπάρχουν απορίες για το λόγο που επιλέχθηκε αυτό το βιβλίο ως βάση για μια μεγάλη ταινία που στήριξε τόσο δυναμικά η Vice Films. Ο Vikernes, από την πλευρά του, έχει επιτεθεί ιδιαίτερα στην ταινία, λέγοντας πως οι Εβραίοι διαδίδουν ψέματα για αυτόν.

Το ίδιο το βιβλίο έχει ελάχιστη αφηγηματική ορμή μέσα του, αποτελούμενο κυρίως από φιλοσοφικές διατριβές και συνεντεύξεις συγκροτημάτων, και μάλλον έτσι το σενάριο έπρεπε να αντλήσει από ένα εύρος πηγών. Αυτό σημαίνει ότι ενώ η εταιρεία παραγωγής πιθανόν να έκοψε στον Moynihan μια σημαντική επιταγή για τα δικαιώματα στο βιβλίο, δεν ήταν υποχρεωμένη. Αντίθετα, επέλεξαν να το κάνουν απλά και μόνο για την αναγνωσιμότητα του τίτλου, και πιθανώς, λόγω της ιδιαίτερης φήμης που κουβαλούσε. Αντί να δουν τον βίαιο λευκό εθνικισμό που διακηρύσσεται ανοιχτά μέσα στο βιβλίο ως πρόβλημα, μάλλον είχαν την κυνική ελπίδα πως θα τους βοηθούσε να κερδίσουν χρήματα.

Υπάρχει αναμφισβήτητα κάτι σπουδαίο στον τρόπο με τον οποίο δημιουργήθηκε η black metal σκηνή, σε αυτό που λέει για την αποξένωση, και τη διαπραγμάτευση μεταξύ του καταναλωτικού καπιταλισμού και της ταυτότητας, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος η ιστορία να πρέπει να οριστεί από αυτοπροσδιοριζόμενους φασίστες όπως ο Moynihan. Η ιστορία του black metal έχει πολλά κέντρα, συγκροτήματα που αποκηρύσσουν τη δεξιά, τοποθετούν τον εαυτό τους στην αριστερά, και οικογένειες και κοινότητες που διαλύονται από λευκούς εθνικιστές που παρουσιάζουν τους εαυτούς τους ως μηδενιστές καλλιτέχνες. Αντί να επαναλαμβάνουν την ίδια παλιά μυθολογία για την ακραία μουσική, οι παραγωγοί θα μπορούσαν να δώσουν την ιστορία τρεις διαστάσεις. Και θα μπορούσαν να έχουν γλιτώσει τα χρήματα που έστειλαν σε έναν λευκό εθνικιστή.

Shane Burley, πηγή

ΠΗΓΗ:https://www.provo.gr 

Κοινοποίηση άρθρου: