https://ikariologos.gr/oroi-xrisis/
Μια χώρα που την έλεγαν Μπιάφρα

Μια χώρα που την έλεγαν Μπιάφρα

Ο Ολού Ογκουίμπε είναι ένα από τα παιδιά της Μπιάφρας. Με αφορμή τη συμπλήρωση μισού αιώνα από τον νιγηριανό εμφύλιο, ο καλλιτέχνης της documenta 14 διοργανώνει ένα συνέδριο στην Αθήνα με μαρτυρίες επιζώντων μιας από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες του 20ού αιώνα.

Γεννήθηκα στη Νιγηρία, τον Οκτώβριο του 1964.

Έως τον Οκτώβριο του 1960, ήταν ακόμη αποικία της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή της ξεκίνησε η διαδικασία που θα οδηγούσε στην ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους της Μπιάφρας. Αυτό πυροδοτήθηκε από το πραξικόπημα του 1966 και την ανατροπή της κυβέρνησης. Έτσι, το 1967, λίγους μήνες πριν κλείσω τα δύο, ήμουν πολίτης της Μπιάφρας. Δυόμισι χρόνια αργότερα, ήμουν ξανά Νιγηριανός. Και το 2013 έγινε δεκτή η αίτησή μου για αποποίηση της νιγηριανής υπηκοότητας. Στο μεταξύ ζούσα ήδη αρκετά χρόνια στις ΗΠΑ και είχα γίνει πολίτης της χώρας. Ήθελα να αφήσω οριστικά πίσω μου τη Νιγηρία».

Με αυτό το πολύ σύντομο βιογραφικό μού συστήνεται ο Olu Oguibe, όταν τον συναντώ ένα μεσημέρι του καλοκαιριού στην Αθήνα, όπου βρίσκεται ως ένας από τους καλλιτέχνες της documenta14. «Κι όταν σε ρωτούν από πού είσαι, τι απαντάς;» ζητάω να μου πει. Ο Ογκουίμπε δεν απαντάει αμέσως, κοιτάζει λίγο έξω από το παράθυρο, μετά στρέφεται πάλι προς το μέρος μου: «Όταν με ρωτούν από πού είμαι, λέω ότι αυτό είναι μια περίπλοκη ιστορία. Από πού είμαι; Είμαι ΊγκμποΊγκμπο (φυλή), αυτό είναι το μόνο που δεν αλλάζει. Έχω υπάρξει Νιγηριανός, Μπιαφριανός, τώρα Αμερικανός. Αλλά ήμουν και είμαι πάντα Ίγκμπο. Με όλες τις περιπλοκές και τα προβλήματα που αυτή η ταυτότητα περιλαμβάνει».

Ένα απαγορευμένο πένθος

Τον Μάιο του 1967 ο αντισυνταγματάρχης του νιγηριανού στρατού Odumegwu Ojukwu κηρύσσει την ανεξαρτησία μιας επαρχίας στα νοτιοανατολικά της χώρας, που πήρε το όνομα Μπιάφρα. Η απόσχιση της περιοχής όπου είχαν συγκεντρωθεί κυρίως μέλη της φυλής των Ίγκμπο προκάλεσε έναν άγριο εμφύλιο Nigerian Civil War. Ο πόλεμος της Μπιάφρας ήταν από τις πρώτες αιματηρές συγκρούσεις που σημάδεψαν το ξεκίνημα της μετα-αποικιακής εποχής της Αφρικής και στην παγκόσμια συλλογική συνείδηση κατεγράφη ως μια από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές τραγωδίες του 20ού αιώνα.

Έως τον Ιανουάριο του 1970, όταν οι κάτοικοι της Μπιάφρας αναγκάστηκαν να καταθέσουν τα όπλα, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είχαν δολοφονηθεί –συντριπτικά περισσότεροι ανάμεσά τους οι Ίγκμπο. Υπολογίζεται ότι περίπου 2 εκατομμύρια πέθαναν από ασιτία εξαιτίας του αποκλεισμού που επέβαλαν στην επαρχία οι δυνάμεις του νιγηριανού στρατού που είχαν την υποστήριξη της Βρετανίας και της ΕΣΣΔ.

Ήταν ο πρώτος αφρικανικός πόλεμος που τα δυτικά μέσα ενημέρωσης κάλυψαν εκτενώς και οι σοκαριστικές εικόνες από τα πρησμένα από την πείνα κορμάκια των παιδιών της Μπιάφρας συγκλόνισαν τη διεθνή κοινότητα, ξεσηκώνοντας κύμα κατακραυγής, αλλά και μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση που εκδηλώθηκε με ογκώδεις διαδηλώσεις ανά τον κόσμο και καμπάνιες για την παροχή βοήθειας στα θύματα του αποκλεισμού. Μια ομάδα νέων Γάλλων γιατρών που πήγαν ως εθελοντές στην Μπιάφρα θα ίδρυαν Founding of MSF σε λίγο τους Γιατρούς Χωρίς Σύνορα.[embedyt] https://www.youtube.com/watch?v=tW7ZZitGx-A[/embedyt]

Στις 25 Νοεμβρίου 1969 ο Τζον Λένον ανακοινώνει ότι επιστρέφει στη βασίλισσα το μετάλλιο του Τάγματος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας ως διαμαρτυρία για την ανάμειξη της χώρας στην καταστολή του νέου κράτους.

Φέτος συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από από την ίδρυση του μικρού κράτους που κάποτε ήταν η πατρίδα του Ολού Ογκούιμπε. Με αφορμή αυτήν την επέτειο ο 53χρονος καλλιτέχνης, ο οποίος συμμετέχει στην documenta 14 με μια εγκατάσταση στο ΕΜΣΤ, διοργανώνει το διήμερο συνέδριο «Τα παιδιά της Μπιάφρας: Συνάθροιση Επιζώντων Στο σάιτ της documenta 14» (30/6-1/7) στο Κέντρο Τεχνών στο Πάρκο Ελευθερίας. Μαζί του θα βρίσκονται στην Αθήνα άνδρες και γυναίκες που θα αφηγηθούν προσωπικές ιστορίες από τον πόλεμο της Μπιάφρας και τους πολλούς τρόπους με τους οποίους τους έχει σημαδέψει.

Τα τελευταία χρόνια, η αποδεκατισμένη γενιά εκείνων των παιδιών του πολέμου έχει ανοίξει τη συζήτηση για την βαρβαρότητα που σημάδεψε το ξεκίνημα της ζωής τους.

Είναι τα παιδιά που βίωσαν τον αποκλεισμό, αλλά κι εκείνα που ήρθαν στον κόσμο αμέσως μετά, μέσα σε ακρωτηριασμένες οικογένειες που μετρούσαν τα θύματά τους. Ωστόσο το πένθος των ηττημένων ήταν επί δεκαετίες σιωπηλό. Στην πραγματικότητα ήταν απαγορευμένο, καθώς το θέμα του πολέμου ήταν ταμπού. «Δεν έχω ποτέ συζητήσει με τους γονείς μου για όσα συνέβησαν εκείνα τα χρόνια», μου λέει ο Ογκουίμπε, που στο ΕΜΣΤ εκθέτει τα ελάχιστα βιβλία που γράφτηκαν εκείνα τα χρόνια. «Ακόμη κι αυτά τα βιβλία δεν μας κινούσαν την περιέργεια όταν τα διαβάζαμε και δεν ζητούσαμε να μάθουμε κάτι παραπάνω». Από τον τρόπο που τον κοιτάζω, προσπαθώντας να κατανοήσω πώς ήταν αυτό δυνατό, ο Ογκουίμπε αντιλαμβάνεται την απορία μου και γελάει. «Ήταν τέτοια η συλλογική απώθηση που προφανώς δεν μας επέτρεπε καν να λειτουργήσουμε όπως θα περίμενε κανείς. Δεν το κάναμε συνειδητά», εξηγεί.

Είναι ίσως χαρακτηριστικό ότι ο Chinua Achebe, από τους σημαντικότερους συγγραφείς του καιρού μας και σίγουρα ο πιο πολυδιαβασμένος Νιγηριανός, δημοσίευσε τα απομνημονεύματά του από τον πόλεμο της Μπιάφρας στα 81 του χρόνια. Το «There was a country Η παρουσίαση του βιβλίου στους New York Times» εκδόθηκε μόλις το 2012. Αυτό που κάνει ακόμη πιο παράξενη την πολύχρονη σιωπή του, είναι το γεγονός ότι ο Ατσέμπε συμμετείχε πολύ ενεργά στον αγώνα για την ανεξαρτησία της Μπιάφρας. Χάρη στο βήμα που του παρείχε η μεγάλη αναγνωρισιμότητά του –ήταν τότε ήδη διάσημος συγγραφέας– αναδείχτηκε στον πιο δραστήριο πρεσβευτή του νεαρού κράτους, κάνοντας αλλεπάλληλες εκκλήσεις για βοήθεια στη διεθνή κοινότητα. Σε εκείνον τον πόλεμο ο Ατσέμπε έχασε τον πιο αγαπημένο του φίλο, τον μεγάλο Νιγηριανό ποιητή Christopher Okigbo, ενώ και ο ίδιος είχε γίνει στόχος δολοφονικής επίθεσης –οι νιγηριανές δυνάμεις βομβάρδισαν το σπίτι και το γραφείο του.

Παρόλο που η έκδοση του βιβλίου του Ατσέμπε έγινε δεκτή με ανακούφιση από πολλούς συμπατριώτες του, ήταν μια συγγραφέας της νεότερης γενιάς που είχε κάνει τους Νιγηριανούς να αρχίσουν να συζητούν: η Chimamanda Ngozi Adichie με το μυθιστόρημα «Half of a Yellow Sun» του 2006

Το βιβλίο της Αντίτσι, το οποίο το 2013 μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο,το τρέιλερ με την Τάντι Νιούτον και τον Τσιουέτελ Έτζιοφορ, ήρθε την στιγμή που οι Νιγηριανοί ήταν έτοιμοι να κοιτάξουν πίσω. Κυρίως εκείνοι που, όπως η γεννημένη το 1977 συγγραφέας, δεν είχαν μνήμες από τον πόλεμο. «Η ιστορία με είχε στοιχειώσει. Πέρασα χρόνια κάνοντας έρευνα και γράφοντας αυτό το μυθιστόρημα γύρω από τις ανθρώπινες σχέσεις στη διάρκεια του πολέμου με ηρωίδα μια νεαρή, προνομιούχα γυναίκα και τον εραστή της, καθηγητή στο πανεπιστήμιο. Ήταν ένα βαθιά προσωπικό έργο βασισμένο σε συνεντεύξεις με μέλη της οικογένειάς μου που με μεγάλη γενναιοδωρία άντλησαν από την οδύνη τους. Κι όμως ήξερα ότι για πολλούς Νιγηριανούς της δικής μου γενιάς, το βιβλίο αυτό θα ήταν τόσο ιστορικό όσο και λογοτεχνικό.

Το 2006 με τον εκδότη μου προετοιμαζόμασταν για τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε το βιβλίο στη Νιγηρία.

Εκπλαγήκαμε ευχάριστα. Έγινε ένα από τα μεγαλύτερα μπεστ σέλερ των τελευταίων πενήντα ετών. Διαβάστηκε από διαφορετικές κοινότητες, άνοιξε συζητήσεις, λειτούργησε σαν καταλύτης για να ειπωθούν ιστορίες που δεν είχαν ακουστεί. Αλλά ο πόλεμος της Μπιάφρας παραμένει τυλιγμένος σε ένα πέπλο επίσημης σιωπής. Δεν υπάρχουν μεγάλα μνημεία και δεν διδάσκεται στα σχολεία».

Νιγηρία: από την αποικιοκρατία στον εμφύλιο

Αυτή που ο Ολού Ογκουίμπε περιγράφει ως περίπλοκη ιστορία ξεκινάει το 1960, με την ανεξαρτησία της Νιγηρίας που έως τότε ήταν βρετανική αποικία. Οι προσδοκίες για τη νεαρή χώρα με τον μεγάλο πληθυσμό και τον πλούτο σε κοιτάσματα πετρελαίου, είναι τεράστιες. Η Νιγηρία είναι ο «αφρικανικός γίγαντας». Όμως η κληρονομιά της αποικιοκρατίας είναι πάντα εκεί. Μαζί της, οι εθνοτικές και φυλετικές διαφορές, οι μεγάλες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, οι διαφορές ανάμεσα στον βορά και το νότο της χώρας, η εκτεταμένη και ανεξέλεγκτη διαφθορά. Η χώρα πηγαίνει από κρίση σε κρίση, η κυβέρνηση μοιάζει απρόθυμη και αδιάφορη να τις αντιμετωπίσει.

Σε αυτήν τη χώρα έρχεται στον κόσμο το 1964 ο Ολού Ογκουίμπε, στην Άμπα, μια μικρή εμπορική πόλη της ανατολικής Νιγηρίας όπου κατοικούσαν κυρίως Ίγκμπο, γιος ενός χριστιανού κληρικού και μιας γραμματέως. «Ο πατέρας μου και ο αδελφός του ήταν οι πρώτοι στην οικογένεια που είχαν ασπαστεί τον χριστιανισμό», ξεκινάει την αφήγησή του. «Το όνειρό του ήταν πάντα να σπουδάσει στο εξωτερικό, στην Αμερική. Νομίζω ότι ονειρευόταν να μας πάρει μαζί του και να ζήσουμε εκεί. Αλλά φυσικά τα σχέδιά του ματαιώθηκαν».

Στις 15 Ιανουαρίου του 1966 οι Νιγηριανοί μαθαίνουν ότι μια ομάδα νεαρών στρατιωτικών ανέτρεψε (και δολοφόνησε) τον πρώτο εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας, Abubakar Tafawa Balewa. Οι περισσότεροι από τους πραξικοπηματίες ανήκουν στην φυλή των Ίγκμπο. Στον βορρά γρήγορα επικρατεί η βεβαιότητα ότι το πραξικόπημα είναι μέρος μιας μεγάλης συνωμοσίας των Ίγκμπο για να πάρουν τον έλεγχο της χώρας. «Αλλά δεν ήταν πραξικόπημα των Ίγκμπο», ισχυρίζεται ο Ογκουίμπε. Αν και ο επικεφαλής των πραξικοπηματιών ήταν Ίγκμπο, ήταν μεγαλωμένος στο βορρά και δεν είχε καμία σχέση με την επαρχία της Μπιάφρας. Κι έπειτα, ανάμεσα στους στρατιωτικούς που πολύ γρήγορα θα ανατρέψουν τους πραξικοπηματίες, είναι πάλι δύο Ίγκμπο.

Όμως οι θεωρίες συνωμοσίας έχουν πια αποκτήσει τη δική τους ζωή.

Την εκτέλεση των επίορκων αξιωματικών θα διαδεχτεί σε ένα ανελέητο πογκρόμ κατά των Ίγκμπο που κατοικούν στα βόρεια της χώρας. Ανάμεσα στον Μάιο και τον Σεπτέμβριο του 1966, περίπου 7.000 Ίγκμπο άνδρες, γυναίκες και παιδιά θα πέσουν νεκροί από τα χέρια συμπατριωτών τους. Πολίτες κυνηγούν, βάζουν φωτιά σε σπίτια και σφαγιάζουν άλλους πολίτες. «Πήγαιναν μέσα στη νύχτα κι έβαζαν φωτιά στα σπίτια των ανθρώπων, δολοφονούσαν παιδιά την ώρα που κοιμόντουσαν, βίαζαν τις γυναίκες, κυνηγούσαν και λιθοβολούσαν τους ανθρώπους στον δρόμο», λέει ο Ογκουίμπε. «Οι θύτες ήταν οι γείτονές τους». Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν πήραν το δρόμο για τα πατρογονικά εδάφη τους, στις ανατολικές επαρχίες της χώρας. «Μιλάμε για σχεδόν δύο εκατομμύρια πρόσφυγες», λέει. «Έτσι οδηγήθηκαν στην ίδρυση ανεξάρτητου κράτους. Κάπως έπρεπε να προφυλαχθούν, να σώσουν τις ζωές τους», λέει ο Ογκουίμπε.

Στις 30 Μαΐου 1967 ο στρατηγός Οτζούκου, κηρύσσει την απόσχιση της επαρχίας όπου έχουν συγκεντρωθεί οι ομοεθνείς του από την χώρα στην οποία ο λαός του «νιώθει ανεπιθύμητος» και ανακηρύσσει την ίδρυση της Δημοκρατίας της Μπιάφρας.

Ο πόλεμος της Μπιάφρας

Μαζί με την ίδρυση της Μπιάφρας ανοίγει και το πιο σκοτεινό κεφάλαιο στην ιστορία της Νιγηρίας, καθώς η κυβέρνηση κηρύσσει τον πόλεμο στο νεοϊδρυθέν κράτος. Η αποσχισθείσα επαρχία ήταν υπερβολικά πλούσια σε πετρέλαιο για να αφεθεί να τραβήξει τον δικό της ανεξάρτητο δρόμο. «Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ήμουν δυόμισι ετών, οπότε θα περίμενε κανείς ότι δεν έχω μνήμες. Κι όμως, υπάρχουν πάντα μαζί μου οι εικόνες που είδα», λέει ο Ογκουίμπε, συμπληρώνοντας ότι η οικογένειά του ήταν μάλλον τυχερή. Ο πατέρας του, ως κληρικός, είχε πάρει εξαίρεση από τον στρατό. «Όμως καθώς ο εμφύλιος έφτανε κάθε μέρα σε νέες περιοχές, έπρεπε συνέχεια να μετακινούμαστε. Μπορώ πολύ καθαρά να ανακαλέσω την εικόνα της μητέρας μου να με φορτώνει σε ένα ποδήλατο και να παίρνει την μικρότερη αδελφή μου στην πλάτη της. Ο πατέρας μου κουβαλούσε κάτι κατσαρολικά. Θυμάμαι να ακολουθούμε όλοι μαζί ένα καραβάνι προσφύγων. Περπατούσαμε… ούτε ξέρω πόσο περπατήσαμε…

Έπρεπε διαρκώς να φεύγουμε…Μέχρι το 1969, που φτάσαμε στο μικρό χωριό όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας μου. Υποθέταμε πως εκεί θα μπορούσαμε τουλάχιστον να έχουμε τροφή».

Γιατί η Μπιάφρα ήταν ήδη αποκλεισμένη.

Το 1968, ο υπουργός Οικονομικών της Νιγηρίας δήλωσε ότι «η λιμοκτονία είναι όπλο το οποίο νομιμοποιούμαστε να χρησιμοποιήσουμε σε καιρό πολέμου κι έχουμε κάθε πρόθεση να το αξιοποιήσουμε κατά των ανταρτών». Όσοι σώζονταν από τις βόμβες, απλώς περίμεναν να πεθάνουν από ασιτία. Μέσα στα σπίτια τους. Πιο ευάλωτα ήταν τα παιδιά. Εκείνη τη χρονιά ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός ανέφερε ότι 6.000 άνθρωποι έχαναν τη ζωή τους κάθε ημέρα, οι περισσότεροι άμαχοι, πεινασμένα παιδιά. Τον Δεκέμβριο του 1968, οι νεκροί υπολογίζονταν σε 14.000 την ημέρα. Ρωτάω τον Ογκουίμπε πώς αντιμετώπισε τον αποκλεισμό η οικογένειά του. «Είχαμε πρόσβαση σε ανθρωπιστική βοήθεια, πώς αλλιώς;» αποκρίνεται. Αλλά μετά κάνει μια παύση. «Οι άνθρωποι έτρωγαν ό,τι έβρισκαν. Έτρωγαν ό,τι υπήρχε. Μπορεί κανείς να φανταστεί».

Καθώς ο πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του, καθώς οι κάτοικοι της Μπιάφρας είχαν πια ολοκληρωτικά εξαντληθεί και ήταν έτοιμοι να παραδοθούν, ο πατέρας του θα κληθεί στον στρατό. Δεν υπήρχαν πια περιθώρια για εξαιρέσεις. «Δεν ξέρω τι έκανε, δεν τον ρώτησα ποτέ, ξέρω μόνο ότι για ένα διάστημα έλειψε», λέει ο Ογκουίμπε.

Ποια ήταν η χειρότερη στιγμή του πολέμου, τον ρωτάω.

Όταν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί η μητέρα του, απαντά. «Εκείνον τον καιρό οι γυναίκες πήγαιναν με τεράστιο κίνδυνο της ζωής τους σε αγορές πίσω από τη γραμμή του εχθρού, για να ανταλλάξουν ό,τι τους είχε απομείνει με τρόφιμα. Χρειαζόταν να περπατούν μια ολόκληρη μέρα, μπορεί και περισσότερο, για να φτάσουν», διηγείται. «Ήξεραν ότι οι παράνομες αγορές ήταν στόχος βομβαρδισμών, αλλά δεν είχαν επιλογή, έπαιρναν το ρίσκο. Μια ημέρα ακούσαμε στο ραδιόφωνο ότι είχε γίνει μακελειό στην αγορά του Άφο Οχιάγκου. Ο ρεπόρτερ έλεγε ότι είχαν σφάξει έγκυες και πετούσαν τα βρέφη στον αέρα, έβαλαν φωτιά σε πάγκους και μικρά παιδιά έκλαιγαν πλάι σε ακρωτηριασμένα πτώματα». Ο Ογκουίμπε συνεχίζει την αφήγηση με μονότονη φωνή προσπαθώντας, θα ‘λεγε κανείς, να υποτονίσει τη φρίκη όσων περιγράφει.

Ο καλλιτέχνης Ολού Ογκουίμπε που εκθέτει στην documenta 14 για την Μπιάφρα.
Τον ρωτάω αν πράγματι θυμάται όσα άκουσε στο ραδιόφωνο. «Απολύτως» απαντάει με ήρεμη, άχρωμη φωνή. «Ήταν εκεί η μητέρα μου εκείνη την ημέρα. Το ήξερα. Και επί δύο ημέρες δεν επέστρεφε. Την περιμέναμε και δεν ερχόταν. Ο πατέρας μου πήγε να την αναζητήσει στο νοσοκομείο. Δεν ήταν πουθενά. Πιστέψαμε ότι ήταν νεκρή. Και ξαφνικά, αρκετές μέρες μετά, μπήκε στο σπίτι». Για πρώτη φορά όση ώρα συζητάμε, χαμογελάει. «Είχε επιστρέψει, ήταν ζωντανή. Ήταν σε άθλια κατάσταση, αλλά ζωντανή». Όταν ζητάω να μου πει τι είπε η μητέρα του για όσα συνέβησαν στην αγορά, ο Ογκουίμπε, με μεγάλη φυσικότητα μου λέει ότι δεν τη ρώτησε ποτέ. Ούτε εκείνη θέλησε ποτέ να μιλήσει για εκείνη τη μέρα.

Ένα θέμα ταμπού

«Στα χρόνια μετά τον πόλεμο κανείς από εμάς δεν αναφερόταν στον πόλεμο. Μια ολόκληρη γενιά μεγαλώναμε μέσα στην σιωπή. Δεν ήταν απλώς ένα θέμα ταμπού, ήταν κάτι επί της ουσίας απαγορευμένο», λέει ο Ογκουίμπε. «Δεν ήταν παράνομο, μεν, αλλά π.χ. ένας δάσκαλος που θα δοκίμαζε να αναφερθεί στην Μπιάφρα, μπορούσε να χάσει τη δουλειά του». Οι Ίγκμπο, οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν άλλοτε στηρίξει όλες τις ελπίδες τους στην ίδρυση του μικρού κράτους τους, δεν ήθελαν ούτε καν να αναφέρουν το όνομα του.

Ο Ογκουίμπε μου λέει ότι έχει μια ιστορία που θα με κάνει να καταλάβω το μέγεθος της άρνησης: «Στο σχολείο είχα έναν συμμαθητή που οι γονείς του είχαν ονομάσει Μπιάφρα, ήταν το δεύτερο όνομά του. Όταν τα άλλα παιδιά ήθελαν να τον τυραννήσουν, τον φώναζαν Μπιάφρα, κοροϊδευτικά. Αυτός απελπιζόταν κι έβαζε τα κλάματα. Τους έδινε το χαρτζιλίκι του για να σταματήσουν. Το φαντάζεσαι; Όλα αυτά τα παιδιά ήταν παιδιά της Μπιάφρας. Κι όμως μεγάλωναν με την πεποίθηση ότι αυτό το όνομα είναι κάτι ντροπιαστικό, κάτι ταπεινωτικό».

Ο ίδιος ο Ογκουίμπε θα αρχίσει να αναζητά στοιχεία και μαρτυρίες για την περίοδο του πολέμου, πολλά χρόνια αργότερα, όταν θα έχει πάρει απόσταση από την Νιγηρία.

Πληρώσει το διδακτορικό του στην Μεγάλη Βρετανία. Η συγκυρία είναι κρίσιμη, καθώς φτάνοντας στο Λονδίνο μαθαίνει ότι πίσω στην πατρίδα του είναι καταζητούμενος λόγω του πολιτικού ακτιβισμού του τα χρόνια των σπουδών. Ο Ογκουίμπε ήταν πολύ ενεργός στο δημοκρατικό κίνημα, κάτι που δεν άλλαξε με την άφιξή του στην Ευρώπη. «Έως ότου διαπίστωσα ότι ακόμη και μεταξύ των πολιτικών συντρόφων μου, υπήρχε έλλειμμα δημοκρατίας…» λέει γελώντας. «Τότε δεν γελούσα», συνεχίζει. «Αντιθέτως, όταν συνειδητοποίησα ότι οι φυλετικές διακρίσεις που βιώναμε στη Νιγηρία επιβίωναν και μεταξύ των εκπατρισμένων αγωνιστών για τη δημοκρατία, κατέρρευσα. Όταν συνειδητοποίησα ότι οι παλιοί ανταγωνισμοί και οι διακρίσεις κατά των Ίγκμπο δεν ήταν καθόλου ξεπερασμένες, ο κλονισμός μου ήταν φοβερός. Απομακρύνθηκα, με τεράστιο συναισθηματικό κόστος, από την πολιτική δράση και αποφάσισα να τραβήξω δικό μου δρόμο», θυμάται. Ήταν κι ένας λόγος που όταν του προτάθηκε δουλειά στις ΗΠΑ, ο Ογκουίμπε δεν χρειάστηκε να το σκεφτεί.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 περνάει τον Ατλαντικό, για να διδάξει Αισθητική και Αφροαμερικανικές Σπουδές.

«Είναι αστείο, αλλά χάρη στη θεωρία και τη μελέτη πάνω στις έννοιες του ανήκειν, του σπιτιού, της πατρίδας, άρχισα να κοιτάζω τελικά μέσα μου, να στρέφομαι στο παρελθόν μου. Κι έτσι άρχισα να αναζητώ μαρτυρίες για την ιστορία της Μπιάφρας. Ήθελα να ερευνήσω την δική μου, προσωπική ιστορία, να ακολουθήσω ξανά την διαδρομή μου», εξηγεί. Ωστόσο ακόμη και σήμερα δεν έχει ζητήσει από τους γονείς του να του διηγηθούν όσα έζησαν στον πόλεμο. Γιατί; «Δεν ξέρω, δεν μπορώ να σου απαντήσω», αποκρίνεται.

Ο Ογκουίμπε έχει πολλά χρόνια να πάει πίσω στη Νιγηρία.

Για αυτόν είναι παρελθόν, είναι μια χώρα στην οποία αποφάσισε ότι ο ίδιος δεν ανήκει. «Δεν είναι πατρίδα μια χώρα που θέλησε να δολοφονήσει εσένα και τους ομοίους σου», παρατηρεί με ανέκφραστη φωνή. Όμως πίσω στη Νιγηρία έχει γεννηθεί ξανά ένα κίνημα, μικρό αλλά επίμονο, που ζητάει την επανίδρυση της ανεξάρτητης Μπιάφρας. Είναι λίγοι και δεν είναι καλά οργανωμένοι, λέει ο Ογκουίμπε, αλλά παρόλα αυτά τους κυνηγάνε. Η οργάνωση IPOB (Indigenous People of Biafra)ipob.org με ηγέτη τον Νάμντι Κάνου που έχει έδρα το Λονδίνο και παραρτήματα σε ολόκληρη την Ευρώπη –και την Ελλάδα

Η σελίδα του Radio Biafra στο Facebook– αγωνίζεται με ειρηνικά μέσα, αλλά η απάντηση της νιγηριανής κυβέρνησης είναι μέχρι στιγμής εξαιρετικά βίαιη: Σύμφωνα με καταγγελίες της Διεθνούς Αμνηστίας, ανάμεσα στον Αύγουστο του 2015 και τον Αύγουστο του 2016, οι δυνάμεις ασφαλείας δολοφόνησαν περί τους 150 ακτιβιστές της οργάνωσης, στη διάρκεια ειρηνικών διαδηλώσεων.

Ρωτάω τον Ογκουίμπε τι προσδοκίες έχει από το συνέδριο που διοργανώνει αυτόν τον μήνα στην Αθήνα γύρω από την ιστορία της Μπιάφρας. Μου λέει ότι το μόνο που θέλει είναι να ακουστούν όσο περισσότερες ιστορίες γίνεται. Να καταγραφούν, να συζητηθούν, να γίνουν αφορμή για να αρχίσουν όλο και περισσότεροι μάρτυρες να ανασκαλεύουν την μνήμη τους. Γιατί όσο η Μπιάφρα παραμένει ένα φάντασμα αντί για χώρα –μια χώρα έστω με σύντομο βίο– τι σημαίνει αυτό για τα εκατομμύρια των δολοφονημένων; Και για τα εκατομμύρια όσων υπήρξαν κάποτε πολίτες της;

Κατερίνα Οικονομάκου-insidestory.gr

Κοινοποίηση άρθρου: